κόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(3)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korythos
|Transliteration C=korythos
|Beta Code=ko/ruqos
|Beta Code=ko/ruqos
|Definition=ὁ, (κόρυς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">crested</b> <b class="b3">τροχίλος</b>, Hsch.; but also, = [[περικεφαλαία]], Id. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Κόρυθος, title of Apollo, <span class="title">Bull.Soc.Roy.Lund</span> 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perh. = [[κολλυρίων]]), Hsch.</span>
|Definition=ὁ, (κόρυς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[crested]] <b class="b3">τροχίλος</b>, Hsch.; but also, = [[περικεφαλαία]], Id. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Κόρυθος, title of Apollo, <span class="title">Bull.Soc.Roy.Lund</span> 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perh. = [[κολλυρίων]]), Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:40, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρῠθος Medium diacritics: κόρυθος Low diacritics: κόρυθος Capitals: ΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: kórythos Transliteration B: korythos Transliteration C: korythos Beta Code: ko/ruqos

English (LSJ)

ὁ, (κόρυς)

   A crested τροχίλος, Hsch.; but also, = περικεφαλαία, Id.    II Κόρυθος, title of Apollo, Bull.Soc.Roy.Lund 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perh. = κολλυρίων), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1488] ὁ, eine Art τροχίλος, wohl κόρυδος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κόρῠθος: ὁ, (κόρυς), ὁ μετὰ λόφου, τροχίλος Ἡσύχ., πρβλ. κορυδός.

French (Bailly abrégé)

gén. de κόρυς.

Greek Monolingual

κόρυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) α) είδος τροχίλου
β) περικεφαλαία
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυθος
προσωνυμία του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «περικεφαλαία» πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του κόρυς, -υθ-ος, κατά τα δευτερόκλιτα αρσ. σε -ος. Με τη σημ. «τροχίλος» πρόκειται για παράλληλο τ. του κόρυδος (επίσης < κόρυς) με παρέκταση -θ- αντί -δ-].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρυθος gen. van κόρυς.

Russian (Dvoretsky)

κόρῠθος: gen. к κόρυς.