οἶκόνδε: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἶκόνδε:''' adv. Hom., Hes. = [[οἴκαδε]]. | |elrutext='''οἶκόνδε:''' adv. Hom., Hes. = [[οἴκαδε]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[epic adv., = [[οἴκαδε]], Hom., Hes.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:25, 10 January 2019
English (LSJ)
(better οἶκον δέ A.D.Adv.177.27), Ep. Adv.,
A = οἴκαδε, Il. 1.606, al., Hes.Op.554 ; οἶκόνδε ἄγειν bring home, of a bride, Od.6.159, cf. 11.410. 2 to the women's chamber,1.360.
Greek (Liddell-Scott)
οἶκόνδε: Ἐπικ. ἐπίρρ. = οἴκαδε, Ὅμ., κ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 552· οἶκόνδε ἄγειν, ἄγειν εἰς τὸν οἶκον, ἐπὶ νύμφης, Ὀδ. Ζ. 159, πρβλ. Λ. 410.
French (Bailly abrégé)
adv. avec mouv.
1 à la maison;
2 dans l’appartement des femmes;
3 dans le pays, dans la patrie.
Étymologie: οἶκος, -δε.
English (Autenrieth)
home, homeward, into the house, to the women's apartment, Od. 1.360, Od. 21.354.
Greek Monolingual
οἶκόνδε (Α)
επίρρ.
1. προς την πατρίδα ή προς το σπίτι (α. «οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἰκόνδε ἕκαστος», Ομ. Ιλ.
β. «οἶκόνδε ἄγω» — οδηγώ τη νύφη στο σπίτι, Ομ. Οδ.)
2. στο δωμάτιο τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. μυχόν-δε). Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή woikode = Foικονδε].
Russian (Dvoretsky)
οἶκόνδε: adv. Hom., Hes. = οἴκαδε.
Middle Liddell
[epic adv., = οἴκαδε, Hom., Hes.]