ὀνείδειος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
(3b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀνείδειος:''' <b class="num">1)</b> бранный, ругательный (ἔπεα, [[μῦθος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> постыдный, позорящий ([[ψωμός]] Anth.).
|elrutext='''ὀνείδειος:''' <b class="num">1)</b> бранный, ругательный (ἔπεα, [[μῦθος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> постыдный, позорящий ([[ψωμός]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀνείδειος]], ον, [[ὄνειδος]]<br /><b class="num">1.</b> [[reproachful]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[dishonourable]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείδειος Medium diacritics: ὀνείδειος Low diacritics: ονείδειος Capitals: ΟΝΕΙΔΕΙΟΣ
Transliteration A: oneídeios Transliteration B: oneideios Transliteration C: oneideios Beta Code: o)nei/deios

English (LSJ)

ον,

   A reproachful, ὀνειδείοις ἐπέεσσι with words of reproach, Il.1.519, etc. ; once in Od., 18.326 ; ὀ. μῦθος Il.21.393.    2 dishonourable, ψωμὸς ὀ., of the fruits of begging, AP9.573 (Ammian.).

German (Pape)

[Seite 345] ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦθος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνείδειος: -ον, ὀνειδιστικός, ὀνείδους πλήρης, ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον ἅπαξ, Σ 326 οὕτω. μῦθος ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὄνειδος.

English (Autenrieth)

(ὄνειδος): reproachful; μῦθος. ἔπεα, and without ἔπος, Il. 22.497.

Greek Monolingual

ὀνείδειος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ονειδιστικός, εξυβριστικός
2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. -ειος (πρβλ. παίδ-ειος)].

Greek Monotonic

ὀνείδειος: -ον (ὄνειδος),·
1. καταφρονητικός, σε Όμηρ.
2. αξιοκαταφρόνητος, άτιμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνείδειος: 1) бранный, ругательный (ἔπεα, μῦθος Hom.);
2) постыдный, позорящий (ψωμός Anth.).

Middle Liddell

ὀνείδειος, ον, ὄνειδος
1. reproachful, Hom.
2. dishonourable, Anth.