παρθενοπίπης: Difference between revisions
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρθενοπίπης:''' ου (ῑ) ὁ высматривающий девушек, т. е. волокита Hom. | |elrutext='''παρθενοπίπης:''' ου (ῑ) ὁ высматривающий девушек, т. е. волокита Hom. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παρθεν-οπί¯πης, ου, ὁ, [[ὀπιπτεύω]]<br />one who looks [[after]] maidens, a [[seducer]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:15, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπεύω)
A one who ogles maidens, seducer, Il.11.385.
German (Pape)
[Seite 521] (ὀπιπτεύω), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικ-, παιδ-, οἰνοπίπης.
French (Bailly abrégé)
ου;
voc. α;
adj. m.
qui épie les jeunes filles.
Étymologie: παρθένος, ὀπιπεύω.
English (Autenrieth)
voc. -ι<<><>>πα (ὀπιπτεύω): ogler of girls, Il. 11.385†.
Greek Monolingual
-ου, ό Α
1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες
2. αυτός που αποπλανεί παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ-οπίπης].
Greek Monotonic
παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κυνηγά τις παρθένες, ξελογιαστής, διακορευτής, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παρθενοπίπης: ου (ῑ) ὁ высматривающий девушек, т. е. волокита Hom.
Middle Liddell
παρθεν-οπί¯πης, ου, ὁ, ὀπιπτεύω
one who looks after maidens, a seducer, Il.