πολυγάλακτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(4)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυγάλακτος:''' ион. πουλυγάλακτος 2 (γᾰ) имеющий много молока, набухший молоком (sc. οἱ μαστοί Arst.; [[αἴξ]] Anth.).
|elrutext='''πολυγάλακτος:''' ион. πουλυγάλακτος 2 (γᾰ) имеющий много молока, набухший молоком (sc. οἱ μαστοί Arst.; [[αἴξ]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-γάλακτος, ον,<br />with [[much]] [[milk]]; poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη Anth.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγάλακτος Medium diacritics: πολυγάλακτος Low diacritics: πολυγάλακτος Capitals: ΠΟΛΥΓΑΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: polygálaktos Transliteration B: polygalaktos Transliteration C: polygalaktos Beta Code: poluga/laktos

English (LSJ)

[γᾰ], ον,

   A with much milk, Arist.PA688b3: poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη AP9.224. (Crin.).

German (Pape)

[Seite 660] mit vieler Milch, milchreich; Arist. part. an. 4, 10; Crinag. 26 (IV, 224) in poet. Form πουλυγαλακτοτάτην.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγάλακτος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ γάλα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 37· ποιητ. ὑπερθ. πολυγαλακτοτάτη Ἀνθ. Π. 9. 224.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au lait abondant.
Étymologie: πολύς, γάλα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυγάλακτος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που περιέχει πολύ γάλα
2. (για ζώα) αυτός που αποδίδει, που παράγει άφθονο γάλα («πολυγάλακτον ζῷον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γάλακτος (< γάλα, -ακτος), πρβλ. ομο-γάλακτος].

Greek Monotonic

πολυγάλακτος: -ον, αυτός που έχει πολύ γάλα· ποιητ. υπερθ. πουλυγαλακτοτάτη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυγάλακτος: ион. πουλυγάλακτος 2 (γᾰ) имеющий много молока, набухший молоком (sc. οἱ μαστοί Arst.; αἴξ Anth.).

Middle Liddell

πολυ-γάλακτος, ον,
with much milk; poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη Anth.