πρόβημα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πρόβημα:''' ατος τό шаг (вперед), (про)движение: εὐρύθμοις προβήμασιν Arph. мерной поступью. | |elrutext='''πρόβημα:''' ατος τό шаг (вперед), (про)движение: εὐρύθμοις προβήμασιν Arph. мерной поступью. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πρό-βημα, ατος, τό, [[προβαίνω]]<br />a [[step]] [[forward]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A a step forward, Ar.Pl.759.
German (Pape)
[Seite 711] τό, Vorschritt, Fortschritt, Ar. Plut. 759.
Greek (Liddell-Scott)
πρόβημα: τό, βῆμα πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστοφ. Πλ. 759.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pas en avant, marche.
Étymologie: προβαίνω.
Greek Monolingual
τὸ, Α προβαίνω
άνοιγμα του σκέλους και βάδισμα προς τα εμπρός.
Greek Monotonic
πρόβημα: -ατος, τό (προβαίνω), βήμα προς τα εμπρός, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόβημα -ατος, τό [προβαίνω] stap vooruit.
Russian (Dvoretsky)
πρόβημα: ατος τό шаг (вперед), (про)движение: εὐρύθμοις προβήμασιν Arph. мерной поступью.