ῥοΐσκος: Difference between revisions
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
(4) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥοΐσκος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό [[ρόδι]]<br /><b>2.</b> [[κουμπί]] ή [[θύσανος]], με [[σχήμα]] ή με [[χρώμα]] ρόιδου, [[κόσμημα]] τών ιερατικών στολών, [[κυρίως]] στο στιχάριο του διακόνου και στον σάκο τών αρχιερέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥόα</i> «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίσκος</i>). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από την Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>roiko</i>)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥοΐσκος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό [[ρόδι]]<br /><b>2.</b> [[κουμπί]] ή [[θύσανος]], με [[σχήμα]] ή με [[χρώμα]] ρόιδου, [[κόσμημα]] τών ιερατικών στολών, [[κυρίως]] στο στιχάριο του διακόνου και στον σάκο τών αρχιερέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥόα</i> «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίσκος</i>). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από την Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>roiko</i>)].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br />μικρό [[ρυάκι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥοΐσκος:''' ὁ [demin. к [[ῥοιά]] помпон (украшение на платье) Diog. L. | |elrutext='''ῥοΐσκος:''' ὁ [demin. к [[ῥοιά]] помпон (украшение на платье) Diog. L. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 10 January 2019
English (LSJ)
(A), ὁ, Dim. of ῥόα,
A small pomegranate: hence, knob or tassel shaped like a pomegranate, LXX Ex.28.29(33), al., J.AJ3.7.4.
ῥοΐσκος (B), ὁ, Dim. of ῥοή,
A rivulet, brook, IG14.352 i 16, al. (Halaesa).
German (Pape)
[Seite 848] ὁ, dim. von ῥόος, kleiner Fluß, Bächlein, kleiner Wassergraben, Inscr. ὁ, dim. von ῥόα, eine kleine Granate, auch eine Bommel, Troddel. von Gestalt einer Granate, die als Zierrath getragen wurde, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοΐσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ ῥόα, μικρὰ ῥοιά, ὡσαύτως κόμπος κοσμητικὸς ἢ κροσσὸς ἔχων τὸ χρῶμα ῥοϊδίου. Λύκων παρὰ Διογ. Λ. 5. 72, Ἑβδ (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 4, πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 343. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ῥοΐσκοι, κόμποι χρυσοΰφαντοι, ὅμοιοι ῥοιαῖς, εἰς κόσμον δὲ ὄντες τῆς τοῦ ἱερέως στολῆς».
Greek Monolingual
(I)
ο / ῥοΐσκος, ΝΜΑ
1. μικρό ρόδι
2. κουμπί ή θύσανος, με σχήμα ή με χρώμα ρόιδου, κόσμημα τών ιερατικών στολών, κυρίως στο στιχάριο του διακόνου και στον σάκο τών αρχιερέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. καλαμ-ίσκος). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από την Μυκηναϊκή (πρβλ. roiko)].
(II)
ὁ, Α ῥόος / ῥοή]
μικρό ρυάκι.
Russian (Dvoretsky)
ῥοΐσκος: ὁ [demin. к ῥοιά помпон (украшение на платье) Diog. L.