σεσοφισμένως: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σεσοφισμένως:''' adv. хитро, ловко Xen. | |elrutext='''σεσοφισμένως:''' adv. хитро, ловко Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. perf. [[pass]]. of σοφίζομαι]<br />[[cunningly]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A cunningly, X.Cyn.13.5.
German (Pape)
[Seite 872] adv. part. perf. pass. von σοφίζω, schlau, listig, verfänglich, Xen. Cyn. 13, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σεσοφισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., εὐφυῶς, μετὰ σοφίας καὶ δεξιότητος, σοφιστικῶς, Ξεν. Κυν. 13. 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec habileté ou fourberie.
Étymologie: σεσοφισμένος, part. pf. Pass. de σοφίζω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με εξυπνάδα, με επιδεξιότητα («ἴσως οὖν τοῑς μὲν ὀνόμασιν οὐ σεσοφισμένως λέγω», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. σεσοφισμένος του σοφίζομαι].
Greek Monotonic
σεσοφισμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. σεσόφισμαι, με δόλο, με πανουργία, με τον τρόπο των σοφιστών, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σεσοφισμένως: adv. хитро, ловко Xen.