Σαρδώ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Σαρδώ:''' οῦς и Polyb. όνος ἡ Сардиния (остров в Средиземном море) Her., Arph., Arst.
|elrutext='''Σαρδώ:''' οῦς и Polyb. όνος ἡ Сардиния (остров в Средиземном море) Her., Arph., Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[Sardinia]], Hdt., Ar.; the obl. cases are [[sometimes]] Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Polyb.:—adj. [[Σαρδόνιος]], η, ον, and [[Σαρδονικός]], ή, όν, Hdt.
}}
}}

Revision as of 01:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σαρδώ Medium diacritics: Σαρδώ Low diacritics: Σαρδώ Capitals: ΣΑΡΔΩ
Transliteration A: Sardṓ Transliteration B: Sardō Transliteration C: Sardo Beta Code: *sardw/

English (LSJ)

ἡ, gen. όος contr. οῦς, dat. οῖ, Sardinia, Hdt.1.170, Ar.V. 700; the obl. cases are sts. Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Plb.1.24.5 sq., 1.79.1, etc.; Σαρδῶνος is f.l. in Str.2.4.3: a nom. Σαρδώνη in Hsch.(s.v.l.).-Hence Adj. Σαρδόνιος, Hdt.1.166, Theoc. 16.86; cf. σαρδάνιος (hence Σαρδονία

   A = Σαρδώ, CIG2509.14):—also Σαρδονικός, Hdt.2.105, Arist.Mete..354a21, Poll.5.26: Σαρδώνιος, Str.2.4.3, 2.5.19, etc.; Σαρδωνικός, Lyc.796; Σαρδῷος, ῴα, ῷον, Plb. 1.42.6, etc.:—Σαρδοί, οἱ, the Sardinians, D.S.21.16; Σαρδῷοι Plb.1. 88.9; γῆς τῆς λεγομένης σάρδης,= Lat. Sarda, a kind of fuller's earth from Sardinia, Gal.13.734, cf. Plin.HN35.196.    II a precious stone, prob. = σάρδιον or σαρδόνυξ, Luc.Dom.15, Philostr.Im.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

Σαρδώ: ἡ, γεν. όος, συνῃρ. οῦς, δοτικ. οῖ, ἡ «Σαρδινία», Ἡρόδ. 1. 170, Ἀριστοφ. Σφ. 700· αἱ πλάγιαι πτώσεις ἐνίοτε φέρονται Σαρδόνος, -όνι, -όνα (οἱονεὶ ἐξ ὀνομ. Σαρδών). Πολυβ. 1. 24, 5 κἑξ., 1. 79, 1, κτλ.· Σαρδῶνος εἶναι πιθαν. πλημμελὴς γραφ. παρὰ Στράβ. 106· ὀνομ. Σαρδώνη παρ’ Ἡσύχ. - Ἐντεῦθεν ἐπίθετ. Σαρδόνιος, Ἡρόδ. 1. 166, Θεόκρ. 16. 86· πρβλ. σαρδάνιος· (ἐντεῦθεν Σαρδονία, = Σαρδώ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2509. 14)· -ὡσαύτως Σαρδονικός, Ἡρόδ. 2. 105, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 11, Πολυδ. Ε΄, 26· Σαρδώνιος, Στράβ. 106, 122, κτλ.· (ἀλλὰ Σαρδωνικὸς εἶναι πιθανῶς πλημμελὴς γραφὴ παρὰ τῷ Λυκόφρ. 796, Πολυδ. Ζ΄, 77· παρ’ Ἡσύχ. Σαρδῷος, ῴα, ῷον, Πολυβ. 1. 42, 6, κτλ.· - Σαρδοί, οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς Σαρδοῦς, Διοδ. Ἐκλογ. 491. 10, ἀλλ’ ἴδε Schweigh. εἰς Πολύβ. 26. 7, 1· Σαρδῷοι ὁ αὐτ. 1. 88, 9. ΙΙ. πολύτιμός τις λίθος, ἴσως ὁ αὐτὸς καὶ σάρδιον ἢ ὁ σαρδόνυξ, Φιλόστρ. 770, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 187.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Sardaigne.
Étymologie:.

Greek Monolingual

-όος και -οῡς, και, κατά τον Ησύχ., Σαρδώνη, ἡ, Α
η Σαρδηνία.

Greek Monotonic

Σαρδώ: ἡ, γεν. -όος, συνηρ. -οῦς, δοτ. -οῖ, το νησί της Σαρδηνίας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οι πλάγιες πτώσεις μερικές φορές έχουν ως εξής· Σαρδόνος, -όνι, -όνα (όπως αν προερχόταν από τύπο Σαρδών), σε Πολύβ.· επίθ. Σαρδόνιος, , -ον και Σαρδονικός, , -όν, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Σαρδώ: οῦς и Polyb. όνος ἡ Сардиния (остров в Средиземном море) Her., Arph., Arst.

Middle Liddell


Sardinia, Hdt., Ar.; the obl. cases are sometimes Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Polyb.:—adj. Σαρδόνιος, η, ον, and Σαρδονικός, ή, όν, Hdt.