Σικελικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Σῐκελικός:''' Thuc., Arph., Plat. etc. = [[Σικελός]] I и II.
|elrutext='''Σῐκελικός:''' Thuc., Arph., Plat. etc. = [[Σικελός]] I и II.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Σικελικός]], ή, όν [from Σῐκελία]<br />Sicilian, Ar., etc.
}}
}}

Revision as of 01:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῐκελικός Medium diacritics: Σικελικός Low diacritics: Σικελικός Capitals: ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ
Transliteration A: Sikelikós Transliteration B: Sikelikos Transliteration C: Sikelikos Beta Code: *sikeliko/s

English (LSJ)

ή, όν, Sicilian, Ar.V.838, etc.; Σ. ποικιλία ὄψου, for the Sicilian banquets were proverbial, Pl.R.404d, cf. Luc.DMort.9.2, Philostr.Gym.44(74). Adv.

   A -κῶς Ephipp.22.    II Σικελικόν, τό, a liquid measure, PBaden 54.6 (v A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

Σικελικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Σικελούς, Ἀριστοφ. Σφ. 838, κτλ.· Σ. ποικιλία ὄψου, διότι παροιμιώδεις ἦσαν αἱ Σικελικαὶ εὐωχίαι, Πλάτ. Πολ. 404D, πρβ. Hemst. εἰς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 9. 2, Ὁράτ. ᾨδ. 1. 3, 18· - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἔφιππ. ἐν «Φιλύρᾳ» 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Sicile, Sicilien ; τὸ Σικελικόν la puissance sicilienne ; τὰ Σικελικά vêtements siciliens.
Étymologie: Σικελία.

Greek Monotonic

Σικελικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στη Σικελία ή τους Σικελούς, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Σῐκελικός: Thuc., Arph., Plat. etc. = Σικελός I и II.

Middle Liddell

Σικελικός, ή, όν [from Σῐκελία]
Sicilian, Ar., etc.