σύμφθογγος: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύμφθογγος:''' согласно звучащий, стройный ([[χορός]] Aesch.). | |elrutext='''σύμφθογγος:''' согласно звучащий, стройный ([[χορός]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύμ-φθογγος -ον [~ συμφθέγγομαι] meeklinkend. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A sounding together, Χορὸς σύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος in concert, but not in harmony, of the Furies, A.Ag.1187; σ. λύρης ἀοιδή Epigr.in BCH26.134 (Honestus).
German (Pape)
[Seite 991] mittönend, einstimmig, χορός Aesch. Ag. 1160.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφθογγος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, ὁμόφθογγος, ἀλλ’ οὐχὶ ἐναρμόνιος, ὁμόηχος, ἀλλ’ οὐχὶ ἁρμονικός· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les voix résonnent d’accord.
Étymologie: συμφθέγγομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
ομόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. πρόσ-φθογγος].
Greek Monolingual
-ον, Α
ομόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. πρόσ-φθογγος].
Greek Monotonic
σύμφθογγος: -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε συμφωνία, ομόηχος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
σύμφθογγος: согласно звучащий, стройный (χορός Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμ-φθογγος -ον [~ συμφθέγγομαι] meeklinkend.