στυφοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui frappe avec un bâton.<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]], [[κόπτω]].
|btext=ος, ον :<br />qui frappe avec un bâton.<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]], [[κόπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην [[κωμωδία]]) ο [[ορτυγοκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύπος]] (Ι) «[[κορμός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ορτυγο</i>-[[κόπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:02, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠφοκόπος Medium diacritics: στυφοκόπος Low diacritics: στυφοκόπος Capitals: ΣΤΥΦΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: styphokópos Transliteration B: styphokopos Transliteration C: styfokopos Beta Code: stufoko/pos

English (LSJ)

ὁ,= ὀρτυγοκόπος, player of the game described by Phot., Suid. s.h.v., Ar.Av.1299 (στυφοκόμπου codd. and Sch., but cf. Poll.7.136, 9.107: Dionysius ap. Sch.Ar. read (or conjectured) ὀρτυγοκόμπου: στυφοκόμπος

   A = ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών acc. to Hsch.).

German (Pape)

[Seite 960] mit dem Stocke schlagend, wie man für das Vorige bei Ar. lesen will. Nach Poll. 7, 136 = ὀρτυγοκόπος.

Greek (Liddell-Scott)

στῠφοκόπος: -ον, (στύπος, κόπτω) ὁ κτυπῶν διὰ ξύλου· κεῖται ὡς τὸ ὀρτυγοκόπος, ἐπὶ τῆς ἀγαπητῆς τοῖς Ἀθηναίοις παιδιᾶς, ἥτις ἐκαλεῖτο ὀρτυγοκοπία, ἐν ᾗ ἔθετον ὄρτυγας ἐντὸς κύκλου τινὸς καὶ προσεπάθουν μὲ ξυλάρια νὰ τύψωσιν αὐτὰς κατὰ τὴν κεφαλήν· ἄν τις τῶν ὀρτύγων ἀπέφευγε τὸ κτύπημα καὶ ἐξήρχετο τοῦ κύκλου, ὁ ἐπιχειρήσας νὰ τύψῃ ἐθεωρεῖτο ἡττημένος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1299 (τὰ Ἀντίγραφα καὶ ὁ Σχολ. στυφοκόμπου, ἀλλὰ πρβλ. ὀρτυγοκόπος καὶ ἴδε Brunck. ἐν τόπῳ).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe avec un bâton.
Étymologie: στυφός, κόπτω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην κωμωδία) ο ορτυγοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ορτυγο-κόπος.

Greek Monotonic

στῠφοκόπος: -ον (στύπος, κόπτω), αυτός που χτυπάει με ραβδί· χρησιμοποιείται όπως το ὀρτυγοκόπος, σ' ένα παιχνίδι όπου έβαζαν μέσα σε κύκλο ορτύκια και τα χτυπούσαν με μικρά ραβδιά· εάν ένα ορτύκι απέφευγε το χτύπημα και έβγαινε από τον κύκλο, ο παίκτης που προσπάθησε να το χτυπήσει εθεωρείτο χαμένος, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυφοκόπος -ου, ὁ [στυφός, κόπτω] harde tikker (bij het kwarteltikken, een spelletje waarbij een kwartel in een ring werd gezet en tikken kreeg, en degene die de kwartel had afgericht wedde dat hij in de ring zou blijven). Aristoph. Av. 1299.

Russian (Dvoretsky)

στῠφοκόπος: v. l. στῠφοκόμπος 2 ударивший палкой Arph.