συμπέτομαι: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπέτομαι:''' лететь одновременно или вместе Luc. | |elrutext='''συμπέτομαι:''' лететь одновременно или вместе Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-πέτομαι samen vliegen. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A fly with or together, Luc.Musc.Enc.6, Ael.NA2.48; νεβροῖς Philostr.Im.2.2.
German (Pape)
[Seite 987] (s. πέτομαι), dep. med., mit, zugleich, zusammen fliegen, Luc. musc. enc. 6.
Greek (Liddell-Scott)
συμπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 2. 48, Φιλοστρ. Εἰκόνες σ. 812 ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
voler ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πέτομαι.
Greek Monolingual
Α πέτομαι
πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).
Greek Monolingual
Α πέτομαι
πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
συμπέτομαι: αποθ., πετώ με κάποιον ή ομαδικά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμπέτομαι: лететь одновременно или вместе Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πέτομαι samen vliegen.