φαλάγγιον: Difference between revisions
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φᾰλάγγιον:''' τό [demin. к [[φάλαγξ]]<br /><b class="num">1)</b> ядовитый паук (фаланга или тарантул) Xen., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> паутина Arst. | |elrutext='''φᾰλάγγιον:''' τό [demin. к [[φάλαγξ]]<br /><b class="num">1)</b> ядовитый паук (фаланга или тарантул) Xen., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> паутина Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φᾰλάγγιον, ου, τό, = [[φάλαγξ]] III, Plat., Xen.] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 10 January 2019
English (LSJ)
τό, (φάλαγξ v) a kind of
A venomous spider, esp. Lathrodectus or malmignatte, Pl.Euthd.290a, X.Mem.1.3.12, Thphr.HP8.10.1, Diocl.Fr.145; distd. from ἀράχνιον, Arist.HA622b28, cf. 555b12. II spider-wort, Lloydia graeca, a herb, said to cure this spider's bite, Dsc.3.108. III log or roller put under a ship, Hsch., Eust.140.9, 469.20: written φᾰλαγγ-εῖον, EM786.45.
German (Pape)
[Seite 1252] τό, 1) eine Spinne, bes. eine giftige; Plat. Euthyd. 290 a; Xen. Mem. 1, 3,12; Dem. 25, 96, neben ἔχις genannt. – 2) ein Heilkraut, Phalangenkraut, das wider den Biß giftiger Spinnen helfen soll, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλάγγιον: τό, (φάλαγξ IV) εἶδος ἰοβόλου ἀράχνης, κοινῶς «σφαλάγγι», Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12· διαστέλλεται ἀπὸ τῶν ὁμοειδῶν ἀράχνης, ἀραχνίου, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 39, 1, κ. ἀλλ. 2) ὡς τὸ ἀράχνιον, τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης, αὐτόθι 5. 27, 5· ― ὁ Sundevall παρατηρεῖ ὅτι τὰ φαλάγγια δὲν ὑφαίνουσιν ἱστούς. ΙΙ. phalangium, βοτάνη τις, ἥτις, ὡς λέγεται, θεραπεύει τοῦ φαλαγγίου τὸ δῆγμα, Διόσκ. 3. 122· καὶ φαλαγγίτιον, αὐτόθι. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, στρογγύλον ξύλον τιθέμενον ὑπὸ τὸ πλοῖον πρὸς μετακίνησιν αὐτοῦ (ἐπὶ τῆς ξηρᾶς), Εὐστ. 140. 9., 469. 15, «φαλάγγια· στρογγύλα ξύλα καὶ σύμμετρα. Ἀττικοὶ δὲ κόρακας» Ἡσύχ., καὶ οἱ κόρακες δὲ παρ’ Ἀττικοῖς φαλάγγια» Ἐτυμ. Μεγ. σ. 886, 50.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tarentule, araignée venimeuse, insecte.
Étymologie: dim. de φάλαγξ.
Greek Monotonic
φαλάγγιον: τό, = φάλαγξ III, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φᾰλάγγιον: τό [demin. к φάλαγξ
1) ядовитый паук (фаланга или тарантул) Xen., Plat., Arst.;
2) паутина Arst.
Middle Liddell
φᾰλάγγιον, ου, τό, = φάλαγξ III, Plat., Xen.]