Χείρων: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Χείρων:''' ωνος ὁ Хирон (фессалийский кентавр, мудрый целитель, учитель Ахилла Hom., Асклепия и Ясона Pind.). | |elrutext='''Χείρων:''' ωνος ὁ Хирон (фессалийский кентавр, мудрый целитель, учитель Ахилла Hom., Асклепия и Ясона Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Χείρων]], ωνος, ὁ, [[χείρ]]<br />[[Cheiron]], one of the Centaurs, a [[famous]] chirurgeon (cf. [[χειρουργός]] II), [[teacher]] of [[Achilles]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ωνος, ὁ, Aeol. Χέρρων Alc.Supp.8.9, Dor. and Thess. Χιρων [ῑ] IG12(3).360 (Thera), Supp.Epigr.1.248.6 (Thessaly, iv B.C.):—
A Cheiron, one of the Centaurs, δικαιότατος Κενταίρων Il.11.832; son of Cronus and Philyra, Hes. Th.1001, etc.: teacher of Achilles, Il. l. c., 16.143, 19.390; of Asclepius and Jason, Pi.N.3.53; worshipped as the father of the Art of Medicine, Plu.2.647a: Χείρωνος ὑποθῆκαι, title of a poem ascribed to Hes., Quint.Inst.1.1.15, Sch. Pi.P.6.16. II Χείρωνος ῥίζα, = πάνακες τὸ Χειρώνειον (v. Χειρώνειος 11, Nic.Th.500.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
Chiron, centaure de Thessalie qui enseigna à Asclépios et à Achille l’art de guérir.
Étymologie:.
English (Autenrieth)
Chiron, the centaur, skilled in the arts of healing and prophecy, the instructor of Asclepius and Achilles, δικαιότατος Κενταύρων, Il. 11.832, Il. 4.219, Π 1, Il. 19.390.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και Χείρωνας Ν, και αιολ. τ. Χέρρων και θεσσαλ. τ. Χέρων, Α
μυθ. περιώνυμος κένταυρος, γιος του Κρόνου και της Φιλύρας, τον οποίο στη Θεσσαλία θεωρούσαν ως χθόνιο θεό, προστάτη της ιατρικής
νεοελλ.
αστρον. ο πιο απομακρυσμένος από τους γνωστούς αστεροειδείς, που ανακαλύφθηκε το 1977
αρχ.
φρ. α) «Χείρωνος ῥίζα» — το φυτό χειρώνειον (Νίκ.)
β) «Χείρωνος ὑποθῆκαι» — τίτλος διδακτικού ποιήματος, πιθανώς του Ησιόδου (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < χείρ, χειρός. Ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chiron].
Greek Monotonic
Χείρων: -ωνος, Αιολ. Χέρρων, ὁ (χείρ), Χείρων, ένας από τους Κενταύρους, διάσημος χειρουργός (πρβλ. χειρουργός II), δάσκαλος του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
Χείρων: ωνος ὁ Хирон (фессалийский кентавр, мудрый целитель, учитель Ахилла Hom., Асклепия и Ясона Pind.).
Middle Liddell
Χείρων, ωνος, ὁ, χείρ
Cheiron, one of the Centaurs, a famous chirurgeon (cf. χειρουργός II), teacher of Achilles, Il.