γυναικοκρατία: Difference between revisions

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
(nl)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=γυναικοκρατία -ας, ἡ [γυναικοκρατέομαι] heerschappij van vrouwen.
|elnltext=γυναικοκρατία -ας, ἡ [γυναικοκρατέομαι] heerschappij van vrouwen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρατέω]]<br />the [[dominion]] of women, Arist., Plut.
}}
}}

Revision as of 20:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυναικοκρᾰτία Medium diacritics: γυναικοκρατία Low diacritics: γυναικοκρατία Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: gynaikokratía Transliteration B: gynaikokratia Transliteration C: gynaikokratia Beta Code: gunaikokrati/a

English (LSJ)

( γυναικοκράτεια Procop.Arc.5), ἡ,

   A dominion of women, Arist.Pol.1313b33, Plu.Cat. Ma.8: title of plays by Amphis and Alexis.

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, Weiberherrschaft, Arist. Polit. 5, 11; Plut. Cat. mai. 8; s.-κρασία.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοκρᾰτία: ἡ, ἡ τῶν γυναικῶν κυριαρχία, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 11, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 8

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
domination des femmes.
Étymologie: cf. γυναικοκρατέομαι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -κράτεια Procop.Arc.5.26
1 sumisión a las mujeres γ. τε περὶ τὰς οἰκίας Arist.Pol.1313b33, μὴ κρατῶν τῆς πολλῆς ἀνέσεως καὶ γυναικοκρατίας διὰ τὰς πολλὰς στρατείας τῶν ἀνδρῶν Plu.Lyc.14, cf. Cat.Ma.8, Procop.l.c.
c. gen. obj. τῆς Ἀντωνίου γυναικοκρατίας Plu.Ant.10 (ap. crít.).
2 ginecocracia cierto tipo de matriarcado entre los antiguos cántabros, Str.3.4.18
tít. de sendas comedias de Anfis, Ath.336c, y de Alexis, Poll.9.44.

Greek Monolingual

η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια)
1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες
2. η μητριαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + -κρατία < -κρατής < κράτος
γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + -κράτεια < -κρατής < κράτος.

Russian (Dvoretsky)

γῠναικοκρᾰτία: ἡ господство женщин Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικοκρατία -ας, ἡ [γυναικοκρατέομαι] heerschappij van vrouwen.

Middle Liddell

κρατέω
the dominion of women, Arist., Plut.