Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζηλήμων: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζηλήμων''': -ον, γεν. -ονος ([[ζηλέω]]) [[ζηλότυπος]], σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Ὀδ. Ε. 118˙ καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 30, Ὀππ. Κ. 3. 191, Μουσαῖ. 36, 37, Ἀνθ. Π. 3. πρβλ. [[δύσζηλος]].
|lstext='''ζηλήμων''': -ον, γεν. -ονος ([[ζηλέω]]) [[ζηλότυπος]], σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Ὀδ. Ε. 118· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 30, Ὀππ. Κ. 3. 191, Μουσαῖ. 36, 37, Ἀνθ. Π. 3. πρβλ. [[δύσζηλος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλήμων Medium diacritics: ζηλήμων Low diacritics: ζηλήμων Capitals: ΖΗΛΗΜΩΝ
Transliteration A: zēlḗmōn Transliteration B: zēlēmōn Transliteration C: zilimon Beta Code: zhlh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ζηλέω)

   A jealous, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Od.5.118; and late Ep., as Call.Dian.30, Opp.C.3.191, Musae.36, 37; μῆνις AP3.7 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1138] ον, neidisch, von den Göttern, Od. 5, 118; eifersüchtig, bei sp. D., wie Mus. 36; Opp. C. 3, 191, τινός; vgl. Callim. Dian. 30. Auch Dionysus heißt Anth. IX, 524, 7 so. Vgl. ζηλαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλήμων: -ον, γεν. -ονος (ζηλέω) ζηλότυπος, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Ὀδ. Ε. 118· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 30, Ὀππ. Κ. 3. 191, Μουσαῖ. 36, 37, Ἀνθ. Π. 3. 7· πρβλ. δύσζηλος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
envieux, jaloux de, gén..
Étymologie: ζῆλος.

English (Autenrieth)

(ζῆλος): jealous, grudging, Od. 5.118†.

Greek Monolingual

ζηλήμων, -ον (Α)
1. φθονερός, ζηλότυπος
2. αυτός που έχει ζήλο, θερμό ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + κατάλ. -ημών (πρβλ. αιδ-ήμων, ελε-ήμων)].

Greek Monotonic

ζηλήμων: -ον (ζηλέω), γεν. -ονος, ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλόφθονος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ζηλήμων: 2, gen. ονος завистливый, ревнивый (θεοί Hom.; Διόνυσος Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλήμων -ον [ζῆλος] jaloers, afgunstig:. ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων bij uitstek afgunstig (van de goden) Od. 5.118.