κενεαυχής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(nl)
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κενεαυχής -ές [κενός, αὔχη] later κεναυχής verwaand, bluffend.
|elnltext=κενεαυχής -ές [κενός, αὔχη] later κεναυχής verwaand, bluffend.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κενε-αυχής, ές [[αὐχή]]<br />[[vain]]-[[glorious]], Il.
}}
}}

Revision as of 13:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεαυχής Medium diacritics: κενεαυχής Low diacritics: κενεαυχής Capitals: ΚΕΝΕΑΥΧΗΣ
Transliteration A: keneauchḗs Transliteration B: keneauchēs Transliteration C: keneafchis Beta Code: keneauxh/s

English (LSJ)

ές, (αὔχη)

   A vain-glorious, κενεαυχέες ἠγοράασθε Il.8.230; κενεαυχέα πλοῦτον AP7.117 (Zenod.), cf. POxy.1015.19 (v.l.):— later κεναυχής, ές, Plu.2.103e; τὸ κ. κάλλος AP12.145.

German (Pape)

[Seite 1416] ές, leer, d. i. mit eiteln Dingen prahlend, Il. 8, 230 u. sp. D., wie Zenodot. bei D. L. 7, 30. Vgl. κεναυχής.

Greek (Liddell-Scott)

κενεαυχής: -ές, (αὐχή), ὁ ἐπὶ κενοῖς καυχώμενος, κενόδοξος, μάταιος, κενεαυχέες ἠγοράασθε Ἰλ. Θ. 230· κενεαυχέα πλοῦτον Ζηνόδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 30· κενεαυχέα φωνὴν ῥήξαντο Νόνν. Δ. 1. 426·- βραδύτερον, κεναυχής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 145, Πλούτ. 2. 103Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ion. c. κεναυχής.

English (Autenrieth)

ές (αὐχέω): emptily or idly boasting, Il. 8.230†.

Greek Monolingual

κενεαυχής και κεναυχής, -ές (Α)
αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο)- (πρβλ. κενο-) + -αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ-αυχής, πολυ-αυχής].

Greek Monotonic

κενεαυχής: -ές (αὐχή), κενόδοξος, μάταιος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κενεαυχής: Hom., Diog. L. = κεναυχής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενεαυχής -ές [κενός, αὔχη] later κεναυχής verwaand, bluffend.

Middle Liddell

κενε-αυχής, ές αὐχή
vain-glorious, Il.