κυδιάω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(nl)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυδιάω [κῦδος] ep. ptc. κυδιόων, stralend zijn.
|elnltext=κυδιάω [κῦδος] ep. ptc. κυδιόων, stralend zijn.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῡδιάω, [[κῦδος]] only in pres. and imperf.]<br />to [[bear]] [[oneself]] [[proudly]], go [[proudly]] [[along]], [[exult]], Il.
}}
}}

Revision as of 03:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδῐάω Medium diacritics: κυδιάω Low diacritics: κυδιάω Capitals: ΚΥΔΙΑΩ
Transliteration A: kydiáō Transliteration B: kydiaō Transliteration C: kydiao Beta Code: kudia/w

English (LSJ)

Ep. Verb, only pres. and impf.,

   A bear oneself proudly, exult, in Il. always in Ep. part. κυδιόων, 2.579, 21.519, cf. h.Cer.170; of a horse, Il.6.509: c. dat., exult in, κυδιόων λαοῖσι Hes.Sc.27; εὐφροσύνῃ . . κυδιόωσι h.Hom.30.13: Iterat. κυδιάασκον A.R.4.978, Q.S.13.418.

German (Pape)

[Seite 1524] sich rühmen, prahlen, stolz einhergehen; gew, im partic. praes. absol., Il. 21, 519; κυδιόων ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν 2, 578, stolz seiend, weil; auch vom Pferde, κυδιόων, ὑψοῦ δὲ κάρη ἔχει 6, 509. 15, 266; κυδιάουσαι H. h. 4, 170; – auch τινί, stolz sein auf Etwas, sich womit rühmen, Hes. Sc. 27; vom Ochsen, τὸν βρεγμῷ κυδιόωντα Sam. 2 (VI, 116); – κυδιάεις braucht erst Coluth. 179; αἳ μέγα κυδιάασκον Qu. Sm. 13, 418.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδιάω: (κῦδος) Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., φέρομαι ὑπερηφάνως, βαίνω ὑπερηφάνως, γαυριῶ, ὑπερηφανεύομαι, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. μετοχ. κυδιόων, Φ. 519, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 170· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Ζ. 509., Ο. 266· κυδιόων ὅτι... Β. 579· ὑπερηφανεύομαι ἐπί τινι, κυδιόων λαοῖσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 27· εὐφροσύνῃ... κυδιόωσιν Ὕμν. Ὁμ. 30. 13· ― παρατ. κυδιάασκον, Κόϊντ. Σμ. 13. 418· πρβλ. κυδρόομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. itér.
être orgueilleux, se vanter : ὅτι IL de ce que ; en parl. d’un cheval faire le beau, être fier.
Étymologie: κῦδος.

Greek Monotonic

κῡδιάω: Επικ. γʹ πληθ. κυδιόωσιν, μτχ. κυδιάων· (κῦδος) μόνο στον ενεστ. και παρατ., φέρομαι περήφανα, περηφανεύομαι, πανηγυρίζω, θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κῡδιάω: (только praes.) быть преисполненным гордости, гордиться (οἱ μὲν χωόμενοι, οἱ δὲ μέγα κυδιόωντες Hom.): κυδιόων τινί Hes. гордящийся чем-л.; κυδιόων, ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν Hom. (Агамемнон) гордый тем, что блеском затмевал всех героев.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυδιάω [κῦδος] ep. ptc. κυδιόων, stralend zijn.

Middle Liddell

κῡδιάω, κῦδος only in pres. and imperf.]
to bear oneself proudly, go proudly along, exult, Il.