πλινθίς: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλινθίς -ίδος, ἡ [πλίνθος] steenblok, uitbr. presse-papier, gewicht. AP 6.295.6.
|elnltext=πλινθίς -ίδος, ἡ [πλίνθος] steenblok, uitbr. presse-papier, gewicht. AP 6.295.6.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλινθίς]], ίδος, ἡ, [Dim. of [[πλίνθος]]<br />a [[whetstone]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθίς Medium diacritics: πλινθίς Low diacritics: πλινθίς Capitals: ΠΛΙΝΘΙΣ
Transliteration A: plinthís Transliteration B: plinthis Transliteration C: plinthis Beta Code: plinqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of πλίνθος,

   A stone cut in the shape of a brick, IG22.1668.26.    2 square or check, Callix. 1.    b = πλινθίον 111.1, for a kind of cross-word puzzle, Puchstein Epigr.Gr.p.7, PMag.Par.1.1305.    3 sundial, Plu.2.410e.    4 paper-weight(?), AP6.295.6 (Phan.).    5 block of land 6,000 ft. square, = Lat. laterculus, Hygin. in Corp.Agrimens.Rom. ip.85 Thulin.    6 block of wood inserted to strengthen the χοινικίδες, Ph.Bel.57.35.    7 block of fish-pemmican, Agatharch.34.    II number squared and multiplied by a smaller number, Theo Sm.p.41 H., Nicom.Ar.2.6, 17, Anon. in Tht.43.22.    III = πλινθίον 11.1, Corp.Herm.16.13.

German (Pape)

[Seite 636] ίδος, ἡ, dim. von πλίνθος, = Vorigem, z. B. Steinplatten, Ath. V, 206 c; bes. in dem arithmetischen Sinne, Nicom. u. Theol. arithm. Dunkel ist die ἡδυφαὴς πλινθὶς καλλαΐνη bei Phani. 3 (VI, 295).

Greek (Liddell-Scott)

πλινθίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πλίνθος, πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα πλίνθου· 1) τετράγωνον σχῆμα, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C. 2) ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Πλούτ. 2. 410Ε. 3) ἀκόνη, Ἀνθ. Π. ?6. 295. 4) μέτρον τι ἐν χρήσει ἐν τῇ χωρομετρίᾳ, Ὑγῖνος. ΙΙ. = πλινθίον ΙΙΙ. 1, Θέων Σμυρν. 54.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
objet en forme de brique, particul. cadran solaire.
Étymologie: dim. de πλίνθος.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) πέτρα λαξευμένη σε σχήμα πλίνθου, μικρή πλίνθος
αρχ.
1. ορθογώνιο σχήμα
2. πίνακας, παικτικός άβακας
3. ηλιακό ρολόι, πλινθίο
4. όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την καταμέτρηση της κλίσης της εκλειπτικής
5. είδος ακονιού με το οποίο έκαναν μυτερές τις γραφίδες τους οι γραφείς
6. έκταση γης έξι χιλιάδων τετραγωνικών ποδιών
7. εξάρτημα του τροχού
8. είδος ψαριού
9. μαθημ. το πλινθίο
10. στρατιωτική φάλαγγα σε διάταξη ορθογώνιου σχήματος, πλινθίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λιθ-ίς)].

Greek Monotonic

πλινθίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του πλίνθου, μικρός πλίνθος, ακονόπετρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πλινθίς: ίδος ἡ [demin. к πλίνθος
1) солнечные часы Plut.;
2) точильный брусок, оселок Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλινθίς -ίδος, ἡ [πλίνθος] steenblok, uitbr. presse-papier, gewicht. AP 6.295.6.

Middle Liddell

πλινθίς, ίδος, ἡ, [Dim. of πλίνθος
a whetstone, Anth.