συγκάμνω: Difference between revisions

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγκαμοῦμαι, <i>ao.2</i> συνέκαμον;<br /><b>1</b> travailler <i>ou</i> faire effort avec, aider, assister, τινι;<br /><b>2</b> compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κάμνω]].
|btext=<i>f.</i> συγκαμοῦμαι, <i>ao.2</i> συνέκαμον;<br /><b>1</b> travailler <i>ou</i> faire effort avec, aider, assister, τινι;<br /><b>2</b> compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κάμνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συμπονώ]], [[συμπαθώ]]<br /><b>2.</b> [[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κάμνω]] «καταπονούμαι, θλίβομαι»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκάμνω Medium diacritics: συγκάμνω Low diacritics: συγκάμνω Capitals: ΣΥΓΚΑΜΝΩ
Transliteration A: synkámnō Transliteration B: synkamnō Transliteration C: sygkamno Beta Code: sugka/mnw

English (LSJ)

   A labour or suffer with, sympathize with, σοῖς πήμασι A. Pr.414 (lyr.), cf. 1059 (anap.); κακοῖσι σοῖσι E.Alc.614; συγκαμνούσης [τῇ γαστρὶ] τῆς ζωτικῆς δυνάμεως Gal.15.599; [ἡ ψυχὴ] συννοσεῖ [τῷ σώματι] καὶ συγκάμνει Plu.2.137d.    2 work with, τινι S.El.987, PSI9.1075.6 (v A.D.); τῇδε χθονί E.Rh.396; ἕν μοι . . σύγκαμε Id.HF1386; τὰ πολλά Paus.8.14.9: abs., S.Aj.988; συγκαμὼν δορί with the spear, E.Rh.326.

German (Pape)

[Seite 964] (s. κάμνω), mit arbeiten, sich anstrengen, ἀδελφῷ, Soph. El. 975, vgl. Ai. 967, Eur. Rhes. 396; συγκαμὼν δορί, 326; mit leiden, κακοῖσι σοῖσι συγκάμνων, Alc. 614; Mitleid haben, Aesch. Prom. 414.

Greek (Liddell-Scott)

συγκάμνω: συμπάσχω, συμπαθῶ, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 413, 1059, Εὐρ. Ἄλκ. 614, κτλ. 2) ἐργάζομαι, κοπιῶ μετά τινος, ὑποφέρω μετά τινος, τινὶ Σοφοκλ. Ἠλ. 987, Εὐρ. Ρῆσ. 396· ἕν μοι ... σύγκαμνε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1386· τὰ πολλὰ Παυσ. 8. 14, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 95 Ε· ἡ ψυχὴ σ. τῷ σώματι ὁ αὐτ. 2. 137D· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 988· σ. δορί, διὰ τοῦ δόρατος, Εὐριπ. Ρῆσ. 326.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαμοῦμαι, ao.2 συνέκαμον;
1 travailler ou faire effort avec, aider, assister, τινι;
2 compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, κάμνω.

Greek Monolingual

Α
1. συμπονώ, συμπαθώ
2. κοπιάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κάμνω «καταπονούμαι, θλίβομαι»].

Greek Monotonic

συγκάμνω: μέλ. -καμοῦμαι, αόρ. βʹ συνέκᾰμον·
1. μοχθώ ή υποφέρω από κοινού με κάποιον, συμπάσχω με, τινί, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. εργάζομαι, κοπιάζω ή μοχθώ μαζί με κάποιον, συνεργάζομαι, τινί, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., κοπιάζω από κοινού, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συγκάμνω: (fut. συγκαμοῦμαι, aor. 2 συνέκαμον)
1) совместно трудиться, помогать (τινί Soph., Eur., Plut.): σ. δορί Eur. помогать оружием;
2) принимать участие (в ком-л.), сочувствовать, соболезновать (ταῖς τοῦ Προμηθέως πήμασι Aesch.; τοῖς κακοῖς τινος Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κάμνω mee-lijden (met), ook lijden (onder), met dat.: σοῖς πήμασι uw ellende Aeschl. PV 414. zich mede inspannen; met dat. samen met iem.