νωπέομαι: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(2b)
(2a)
Line 18: Line 18:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to be downcast, δυσωπεῖσθαι</b> (IonHist., Phot.). <b class="b3">νενώπηται τεταπείνωται</b>, <b class="b3">καταπέπληκται</b> H., Phot.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">προνωπής</b>. Or from <b class="b3">νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει</b> H. (Bq)?
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to be downcast, δυσωπεῖσθαι</b> (IonHist., Phot.). <b class="b3">νενώπηται τεταπείνωται</b>, <b class="b3">καταπέπληκται</b> H., Phot.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">προνωπής</b>. Or from <b class="b3">νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει</b> H. (Bq)?
}}
{{FriskDe
|ftr='''νωπέομαι''': {nōpéomai}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[niedergeschlagen sein]], [[δυσωπεῖσθαι]] (IonHist., Phot.). νενώπηται· τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.<br />'''Etymology''' : Vgl. [[προνωπής]]. Oder von νώψ· ἀσθενὴς τῇ [[ὄψει]] H. (Bq)?<br />'''Page''' 2,331
}}
}}

Revision as of 15:25, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωπέομαι Medium diacritics: νωπέομαι Low diacritics: νωπέομαι Capitals: ΝΩΠΕΟΜΑΙ
Transliteration A: nōpéomai Transliteration B: nōpeomai Transliteration C: nopeomai Beta Code: nwpe/omai

English (LSJ)

   A to be downcast, lon Hist. 1, Phot. s.v. νενώπηται (Hsch. also has ἐνώπηται (sic)).

Greek (Liddell-Scott)

νωπέομαι: δυσωπέομαι, Ἰων. παρ’ Ἀθην. 604Β, Φώτ. ἐν λ. νενώπηται, (παρ’ Ἡσύχ. φέρεται ἐνώπηται).

Greek Monolingual

νωπέομαι (Α)
γίνομαι κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του ρήματος με τον τ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση του με τη γλώσσα «νώψ
ἀσθενής τῇ ὄψει». Το ρ., πάντως, συνδέεται με τη λ. προνωπής «αυτός που γέρνει, που έχει το κεφάλι σκυμμένο»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to be downcast, δυσωπεῖσθαι (IonHist., Phot.). νενώπηται τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf. προνωπής. Or from νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει H. (Bq)?

Frisk Etymology German

νωπέομαι: {nōpéomai}
Grammar: v.
Meaning: niedergeschlagen sein, δυσωπεῖσθαι (IonHist., Phot.). νενώπηται· τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.
Etymology : Vgl. προνωπής. Oder von νώψ· ἀσθενὴς τῇ ὄψει H. (Bq)?
Page 2,331