στρόβος: Difference between revisions
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
(2b) |
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στρόβος:''' ὁ<b class="num">1)</b> кружение, беспорядочное движение, смятение Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> перевязь, повязка (στρόβοι ζῶναί τε Aesch. - v. l. [[στρόφος]]). | |elrutext='''στρόβος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> кружение, беспорядочное движение, смятение Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> перевязь, повязка (στρόβοι ζῶναί τε Aesch. - v. l. [[στρόφος]]). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:39, 4 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A whirling round, ποιμένος κακοῦ στρόβῳ, of a whirlwind, A.Ag.657: pl. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 955] ὁ, auch στροιβός u. στρόμβος, wie στρόφος, Wirbel, das Herumdrehen im Kreise, Aesch. Ag. 643; aber Suppl. 452, ἔχω στρόβους ζώνας τε, συλλαβὰς πέπλων, ein Stück am Gurt.
Greek (Liddell-Scott)
στρόβος: ὁ, συστροβή, δίνη, περιστροφή· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 657, αἱ λέξεις ποιμένος κακοῦ στρόβῳ ἀναφέρονται εἰς τὸν ἀνεμοστρόβιλον ὅστις διεσκόρπισε τὰ πλοῖα ἀντὶ νὰ τὰ φυλάξῃ ἡνωμένα ὡς καλὸς ποιμὴν (πρβλ. στροβόω (Παθ.), στρόμβος 2)· ἀλλὰ πρβλ. Ἱκέτ. 767.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 tourbillon, tournoiement;
2 ceinture.
Étymologie: στρέφω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
φυσ. στερεό απιοειδούς, συνήθως, σχήματος σώμα που καταλήγει σε ακίδα και περιστρέφεται, όπως η κοινή σβούρα τών παιδικών παιχνιδιών
αρχ.
περιστροφή, δίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στροβ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του επιθ. στρεβλός (βλ.λ. στρέφω)].
Greek Monotonic
στρόβος: ὁ (στρέφω), περιστροφή ή περιδίνηση, στριφογύρισμα, λέγεται για το αποτέλεσμα του ανεμοστρόβιλου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
στρόβος: ὁ
1) кружение, беспорядочное движение, смятение Aesch.;
2) перевязь, повязка (στρόβοι ζῶναί τε Aesch. - v. l. στρόφος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρόβος -ου, ὁ [~ στρεβλός] het ronddraaien, werveling.
Frisk Etymological English
See also: s. στρεβλός.