εὐβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐβάστακτος:'''<br /><b class="num">1)</b> удобопереносимый, переносный ([[μηχανή]] Her.; πλείοσι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. легко выносимый (τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.).
|elrutext='''εὐβάστακτος:'''<br /><b class="num">1)</b> удобопереносимый, переносный ([[μηχανή]] Her.; πλείοσι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. легко выносимый (τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-βάστακτος, ον<br />[[easy]] to [[carry]] or [[move]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 13:02, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐβάστακτος Medium diacritics: εὐβάστακτος Low diacritics: ευβάστακτος Capitals: ΕΥΒΑΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eubástaktos Transliteration B: eubastaktos Transliteration C: evvastaktos Beta Code: eu)ba/staktos

English (LSJ)

ον,

   A easy to carry or move, μηχανή Hdt.2.125, cf. Arist.Rh.1373a32, Pol.1257a34; ἐλαφροὶ καὶ εὐ. Corn.ND30; τοῖς ὠταρίοις by the ears (handles), Demoph.Sim.3.    II well-supported, Hp.Fract.30 (dub. sens.).

German (Pape)

[Seite 1058] leicht zu tragen, Her. 2, 125 u. öfter bei Folgdn; leicht zu ertragen, Arist. polit. 1, 9 rhet. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐβάστακτος: -ον, ὃν εὐκόλως φέρει τις ἢ κινεῖ, μηχανή Ἡρόδ. 2… 15. 2) ὃν εὐκόλως φέρει ἢ ὑποφέρει τις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 34, Πολιτικ. 1. 9, 8. ΙΙ. καλῶς ὑποστηριζόμενος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 772.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à porter;
2 facile à supporter.
Étymologie: εὖ, βαστάζω.

Greek Monolingual

εὐβάστακτος, -ον (ΑΜ)
αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει
αρχ.
(για νόσο) εκείνη την οποία εύκολα υποφέρει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαστακτός (< βαστάζω), πρβλ. α-βάστακτος].

Greek Monotonic

εὐβάστακτος: -ον, αυτός που εύκολα μεταφέρεται ή μετακινείται, ελαφρύς, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐβάστακτος:
1) удобопереносимый, переносный (μηχανή Her.; πλείοσι Plut.);
2) перен. легко выносимый (τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.).

Middle Liddell

εὐ-βάστακτος, ον
easy to carry or move, Hdt.