ούρος: Difference between revisions
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]], [[φρουρός]], [[επόπτης]] («[[Νέστωρ]] [[οἷος]] ἔμιμνε [[Γερήνιος]], [[οὖρος]] Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ορώ</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />[[ούριος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[οὖρος]] ανάγεται πιθ. σε <i>ὄρFος</i> και συνδέεται με το ρ. <i>ὄρνυμαι</i> / [[ὀρούω]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή η [[δίφθογγος]] <i>ου</i>- του τ. οφείλεται σε ομηρισμό ή ιωνισμό].<br /> <b>(III)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>όρος</i> (Ι).<br /> <b>(IV)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />(ενν. <i> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />[[φύλακας]], [[φρουρός]], [[επόπτης]] («[[Νέστωρ]] [[οἷος]] ἔμιμνε [[Γερήνιος]], [[οὖρος]] Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ορώ</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />[[ούριος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[οὖρος]] ανάγεται πιθ. σε <i>ὄρFος</i> και συνδέεται με το ρ. <i>ὄρνυμαι</i> / [[ὀρούω]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή η [[δίφθογγος]] <i>ου</i>- του τ. οφείλεται σε ομηρισμό ή ιωνισμό].<br /> <b>(III)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> <i>όρος</i> (Ι).<br /> <b>(IV)</b><br />[[οὖρος]], ὁ (Α)<br />(ενν. <i>βοῦς</i>) άγριο [[βόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>urus</i>, -<i>i</i> «άγριο [[βόδι]]»].<br /> <b>(V)</b><br />[[οὖρος]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>όρος</i> (II). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:15, 13 June 2022
Greek Monolingual
(I)
οὖρος, ὁ (Α)
φύλακας, φρουρός, επόπτης («Νέστωρ οἷος ἔμιμνε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορώ].
(II)
οὖρος, ὁ (Α)
ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖρος ανάγεται πιθ. σε ὄρFος και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμαι / ὀρούω. Στην περίπτωση αυτή η δίφθογγος ου- του τ. οφείλεται σε ομηρισμό ή ιωνισμό].
(III)
οὖρος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. όρος (Ι).
(IV)
οὖρος, ὁ (Α)
(ενν. βοῦς) άγριο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. urus, -i «άγριο βόδι»].
(V)
οὖρος, τὸ (Α)
βλ. όρος (II).