πειστήρ: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πειστήρ:''' ῆρος ὁ Theocr. v. l. = [[πεῖσμα]] 1. | |elrutext='''πειστήρ:''' ῆρος ὁ Theocr. v. l. = [[πεῖσμα]] 1. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πειστήρ]], ῆρος, ὁ, = [[πεῖσμα]]<br />a [[rope]], Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (πείθομαι)
A one who obeys, Suid.
German (Pape)
[Seite 547] ῆρος, ὁ, der Ueberreder? – der Gehorchende, Unterthan, Sp. – Auch = πεῖσμα, Tau, Strick, zw. L. bei Theocr. 21, 58.
Greek (Liddell-Scott)
πειστήρ: -ῆρος, ὁ, (πείθομαι) κατὰ τὸν Σουΐδ. = ὁ ὑπήκοος, δηλ. ὁ πειθόμενος καὶ ὑπακούων. ΙΙ. = πεῖσμα, καλῴδιον, σχοινίον, ἀμφίβολ. γραφὴ παρὰ Θεοκρ. 21. 58.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qqn qui obéit SUID.
Étymologie: πείθω.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπήκοος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείθω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κολασ-τήρ)].
(II)
ὁ, Α
σχοινί, καραβόσκοινο, παλαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πείσμα (ΙΙ)].
Greek Monotonic
πειστήρ: -ῆρος, ὁ = πεῖσμα, σχοινί, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πειστήρ: ῆρος ὁ Theocr. v. l. = πεῖσμα 1.