θύμωμα: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymoma
|Transliteration C=thymoma
|Beta Code=qu/mwma
|Beta Code=qu/mwma
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ατος, τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wrath, passion</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>860</span>(pl.); θ. τὸ πόντου <span class="title">Epigr.Gr.</span>339.6 (Cyzicus).</span>
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ατος, τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wrath]], [[passion]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>860</span>(pl.); θ. τὸ πόντου <span class="title">Epigr.Gr.</span>339.6 (Cyzicus).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:50, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύμωμα Medium diacritics: θύμωμα Low diacritics: θύμωμα Capitals: ΘΥΜΩΜΑ
Transliteration A: thýmōma Transliteration B: thymōma Transliteration C: thymoma Beta Code: qu/mwma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό,

   A wrath, passion, A.Eu.860(pl.); θ. τὸ πόντου Epigr.Gr.339.6 (Cyzicus).

German (Pape)

[Seite 1225] τό, der Zorn, Aesch. Eum. 822.

Greek (Liddell-Scott)

θύμωμα: ῡ, τό, ὡς καὶ νῦν, ὀργή, πάθος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 860, ἐν τῷ πληθ. (ἴδε ἄοινος)· θ. τὸ πόντου Συλλ. Ἐπιγρ. 3685 6.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mouvement de colère, colère.
Étymologie: θυμόω.

Greek Monolingual

(I)
το (Α θύμωμα) [[[θυμώ]] (I)]
η οργή, ο θυμός.
(II)
το
ιατρ. σπάνιος πρωτοπαθής όγκος του θύμου αδένα που θεωρείται πάντοτε κλινικώς κακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymoma < thymo- (πρβλ. θύμος) + -ma κατά τα ελλ. μεταρρηματικά παρ. σε -μα (πρβλ. αγαλλία-μα, εξόγκω-μα)].

Greek Monotonic

θύμωμα: [ῡ], -ατος, τό (θυμόω), οργή, πάθος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θύμωμα: ατος (ῡ) τό гнев, злоба (ἐμμανεῖς θυμώμασιν Aesch.).

Middle Liddell

θύ¯μωμα, ατος, τό, θυμόω
wrath, passion, Aesch.