μιμηλός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῑμηλός:'''<br /><b class="num">1)</b> изобразительный, подражательный, способный изображать ([[τέχνη]] Luc.): μιμηλότατοι τεχνιτῶν Luc. талантливейшие из художников;<br /><b class="num">2)</b> изображенный, воспроизведенный с натуры ([[εἰκών]] Plut.).
|elrutext='''μῑμηλός:'''<br /><b class="num">1)</b> изобразительный, подражательный, способный изображать ([[τέχνη]] Luc.): μιμηλότατοι τεχνιτῶν Luc. талантливейшие из художников;<br /><b class="num">2)</b> изображенный, воспроизведенный с натуры ([[εἰκών]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑμηλός, ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[imitative]], c. gen., Luc., Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. imitated, copied, Plut. [from [[μιμέομαι]]
}}
}}

Revision as of 12:47, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμηλός Medium diacritics: μιμηλός Low diacritics: μιμηλός Capitals: ΜΙΜΗΛΟΣ
Transliteration A: mimēlós Transliteration B: mimēlos Transliteration C: mimilos Beta Code: mimhlo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A imitative, τέχνη Luc.JTr.33; γραφίς Man. 6.525; [πίθηκος] μ. πρὸς τὸ χεῖρον Gal.UP3.16: c. gen., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Luc.Im.17 (Sup.); βιότου AP9.280 (Apollonid.).    II Pass., imitated, copied, εἰκών portrait, Plu.Ages.2. Adv.-λῶς Eust.6.7, Suid. s.v. δρᾶμα.

German (Pape)

[Seite 186] nachahmend, geschickt im Nachahmen; μιμηλότατοι τεχνιτῶν, Luc. Imag. 17; Pisc. 36; vgl. μιμηλὸν βιότου πτερόν, Apollnds 22 (IX, 280). – Eine Art Komödie, Suid. v. Σωσάβιος. – Pass., nachgeahmt, Plut. Agesil. 2.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμηλός: -ή, -όν, μιμητικός, τέχνη Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 33· γραφὶς Μανέθων 6. 525· μετὰ γεν., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Λουκ. Εἰκόν. 17· βιότου Ἀνθ. Π. 9. 280· γελοίων Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. Παθ., μεμιμημένος, κατὰ μίμησιν πεποιημένος, εἰκὼν Πλουτ. Ἀγησ. 2, πρβλ. 2. 215Α. Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ. 6. 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui imite, habile à imiter;
2 imité, contrefait ; ἡ μιμηλά (εἰκών) image dor.
Sp. μιμηλότατος.
Étymologie: μιμέομαι.

Greek Monolingual

μιμηλός, -ή, -όν (Α)
1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός
2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ' απομίμηση.
επίρρ...
μιμηλῶς (Μ)
μιμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπν-ηλός, σφριγ-ηλός)].

Greek Monotonic

μῑμηλός: -ή, -όν,
I. μιμητικός, με γεν., σε Λουκ., Ανθ.
II. Παθ., αυτός που αποτελεί αντικείμενο μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μῑμηλός:
1) изобразительный, подражательный, способный изображать (τέχνη Luc.): μιμηλότατοι τεχνιτῶν Luc. талантливейшие из художников;
2) изображенный, воспроизведенный с натуры (εἰκών Plut.).

Middle Liddell

μῑμηλός, ή, όν
I. imitative, c. gen., Luc., Anth.
II. pass. imitated, copied, Plut. [from μιμέομαι