λυσιτελής: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(1ba)
m (Text replacement - " . ." to "…")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lysitelis
|Transliteration C=lysitelis
|Beta Code=lusitelh/s
|Beta Code=lusitelh/s
|Definition=ές, (<b class="b3">λύω</b> v. <span class="bibl">2</span>, <b class="b3">τέλος</b>) prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">paying for expenses incurred</b>: hence, <b class="b2">useful, profitable, advantageous</b>, τὸ πρᾶγμά μοι λ. <span class="bibl">Axionic.6.8</span>; οὐδέποτ' . . -έστερον ἀδικία δικαιοσύνης <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>354a</span>, cf. <span class="bibl">364a</span>; ἐμπορεύματα -έστερα <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>9.11</span>; -εστάτην ζωὴν ζῆν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>344e</span>; <b class="b3">λυσιτελῆ</b> <b class="b2">advantages</b>, <span class="bibl">Plb.4.38.8</span>; <b class="b3">τὸ -έστατον πρὸς ἀργύριον</b> <b class="b2">what was most profitable</b> in point of money, <span class="bibl">D. 20.13</span>; τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.<span class="title">Mus.</span>p.93 K.; κτήσεις -έστεραι <span class="bibl">Id.<span class="title">Oec.</span>p.68</span> J. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">cheap</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>4.30</span>, <span class="bibl">D.H.7.37</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> rarely of persons, <b class="b2">profitable, advantageous</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>239c</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Adv. -λῶς <span class="bibl">D.S.14.102</span>: Sup. -έστατα <span class="bibl">Hdn.3.5.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">cheaply</b>, τοῦ δέοντος πρίασθαι -έστερον <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>10.50</span>.</span>
|Definition=ές, (<b class="b3">λύω</b> v. <span class="bibl">2</span>, <b class="b3">τέλος</b>) prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">paying for expenses incurred</b>: hence, <b class="b2">useful, profitable, advantageous</b>, τὸ πρᾶγμά μοι λ. <span class="bibl">Axionic.6.8</span>; οὐδέποτ'-έστερον ἀδικία δικαιοσύνης <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>354a</span>, cf. <span class="bibl">364a</span>; ἐμπορεύματα -έστερα <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>9.11</span>; -εστάτην ζωὴν ζῆν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>344e</span>; <b class="b3">λυσιτελῆ</b> <b class="b2">advantages</b>, <span class="bibl">Plb.4.38.8</span>; <b class="b3">τὸ -έστατον πρὸς ἀργύριον</b> <b class="b2">what was most profitable</b> in point of money, <span class="bibl">D. 20.13</span>; τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.<span class="title">Mus.</span>p.93 K.; κτήσεις -έστεραι <span class="bibl">Id.<span class="title">Oec.</span>p.68</span> J. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">cheap</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>4.30</span>, <span class="bibl">D.H.7.37</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> rarely of persons, <b class="b2">profitable, advantageous</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>239c</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Adv. -λῶς <span class="bibl">D.S.14.102</span>: Sup. -έστατα <span class="bibl">Hdn.3.5.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">cheaply</b>, τοῦ δέοντος πρίασθαι -έστερον <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>10.50</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:45, 26 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτελής Medium diacritics: λυσιτελής Low diacritics: λυσιτελής Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: lysitelḗs Transliteration B: lysitelēs Transliteration C: lysitelis Beta Code: lusitelh/s

English (LSJ)

ές, (λύω v. 2, τέλος) prop.

   A paying for expenses incurred: hence, useful, profitable, advantageous, τὸ πρᾶγμά μοι λ. Axionic.6.8; οὐδέποτ'… -έστερον ἀδικία δικαιοσύνης Pl.R.354a, cf. 364a; ἐμπορεύματα -έστερα X.Hier.9.11; -εστάτην ζωὴν ζῆν Pl.R.344e; λυσιτελῆ advantages, Plb.4.38.8; τὸ -έστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, D. 20.13; τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.Mus.p.93 K.; κτήσεις -έστεραι Id.Oec.p.68 J.    2 cheap, X.Vect.4.30, D.H.7.37.    II rarely of persons, profitable, advantageous, Pl.Phdr.239c.    III Adv. -λῶς D.S.14.102: Sup. -έστατα Hdn.3.5.1.    2 cheaply, τοῦ δέοντος πρίασθαι -έστερον Ael.NA10.50.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτελής: -ές, (λύω V, τέλος) κυρίως, ὁ πληρώνων τὰ γινόμενα ἔξοδα, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Πλάτ. Κρατ. 417C· ἐντεῦθεν, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἐπωφελής, ἐπικερδής, τὸ πρᾶγμά μοι λ. Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 8· οὐδέποτ’... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης Πλάτ. Πολ. 354A, πρβλ. 364A· ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα Ξεν. Ἱέρ. 9, 11· λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν Πλάτ. Πολ. 344E· λυσιτελῆ, πλεονεκτήματα, Πολύβ. 4. 38, 8· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον, ὅ,τι ἦτο ὠφελιμώτατον ὡς πρὸς τὰ χρήματα, Δημ. 461. 2. 2) εὐθηνός, Ξεν. Πόροι 4, 30, Διον. Ἁλ. 7. 37. ΙΙ. σπανίως ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Διόδ. 14. 102· Ὑπερθ. -έστατα, Ἡρῳδιαν. 3. 5. 2) εὐθηνά, τοῦ δέοντος πρίασθαι λυσιτελέστερον Αἰλ. π. Ζ. 10. 50.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
avantageux, utile ; τὸ λυσιτελές ce qui est avantageux;
Cp. λυσιτελέστερος, Sp. λυσιτελέστατος.
Étymologie: λύω, τέλος.

Greek Monolingual

-ες (Α λυσιτελής, -ές)
ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ' ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες
2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός
3. φθηνός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λυσιτελῆ
τα πλεονεκτήματα.
επίρρ...
λυσιτελώς (Α λυσιτελῶς)
κατά συμφέροντα τρόπο
αρχ.
φθηνότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τελής (< τέλος), πρβλ. αρτι-τελής, δημο-τελής].

Greek Monotonic

λῡσιτελής: -ές (λύω V, τέλος
1. αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα, τα ἔξοδα· απ' όπου, χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος, επικερδής, σε Πλάτ.· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον, οτιδήποτε ήταν ωφελιμώτατο ως προς τα χρήματα, σε Δημ.
2. φθηνός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐτελής: полезный, выгодный (ἐμπορεύματα Xen.): λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν Plat. прожить (свою) жизнь наиболее целесообразно; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον Dem. то, что наиболее выгодно с денежной точки зрения.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: useful, profitable, advantageous
Derivatives: λυσιτελέω be profitable, useful (IA.), -τέλεια profit, advantage.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "paying the costs", governing comp. of λύειν and τὰ τέλη. Cf. v. Straub Philol. 70, 157ff.

Middle Liddell

λῡσι-τελής, ές [λύω V, τέλος
1. paying what is due: hence, useful, profitable, advantageous, Plat.; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, Dem.
2. cheap, Xen.