κυβερνητήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ῆρος, ὁ, = [[κυβερνήτης]], der <b class="b2">Steuermann</b>; Od. 8, 557; Pind. I. 3, 89, in dor. Form κυβερνατήρ; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 72; Maneth. 4, 398. – Adj., κυβερνητῆρα χαλινὸν ἲππων Opp. Cyn. 1, 96.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ῆρος, ὁ, = [[κυβερνήτης]], der [[Steuermann]]; Od. 8, 557; Pind. I. 3, 89, in dor. Form κυβερνατήρ; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 72; Maneth. 4, 398. – Adj., κυβερνητῆρα χαλινὸν ἲππων Opp. Cyn. 1, 96.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:05, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνητήρ Medium diacritics: κυβερνητήρ Low diacritics: κυβερνητήρ Capitals: ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΡ
Transliteration A: kybernētḗr Transliteration B: kybernētēr Transliteration C: kyvernitir Beta Code: kubernhth/r

English (LSJ)

Dor. κῠβερν-ᾱτήρ, ῆρος, ὁ,

   A = κυβερνήτης, Od.8.557, etc.: metaph., Pi.P.4.274: as Adj., κ. χαλινός Opp.C.1.96.

German (Pape)

[Seite 1522] ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, der Steuermann; Od. 8, 557; Pind. I. 3, 89, in dor. Form κυβερνατήρ; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 72; Maneth. 4, 398. – Adj., κυβερνητῆρα χαλινὸν ἲππων Opp. Cyn. 1, 96.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνητήρ: -ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, Ὀδ. Θ. 557, κτλ.· μεταφ., Πινδ. Π. 4. 488· ― ὡς ἐπίθ., κ. χαλινὸς Ὀππ. Κυν. 1. 96.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. κυβερνήτης.

Greek Monolingual

κυβερνητήρ, -ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) κυβερνώ
1. αυτός που κυβερνά
2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.)
3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.).

Greek Monotonic

κῠβερνητήρ: -ῆρος, ὁ = κυβερνήτης, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κῠβερνητήρ: дор. κῠβερνᾱτήρ, ῆρος ὁ Hom., Pind. = κυβερνήτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβερνητήρ -ῆρος, ὁ, Dor. κυβερνατήρ [κυβερνάω] stuurman.

Middle Liddell

κῠβερνητήρ, ῆρος, = κυβερνήτης, Od.: metaph., Pind.]