ἀραρότως: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(1a)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρᾱρότως:''' <b class="num">1)</b> плотно, крепко (ἀ. [[σύνδεσμα]] εἶχε Eur.);<br /><b class="num">2)</b> твердо, непреклонно (μένειν Aesch. - v. l. ἀραρότα);<br /><b class="num">3)</b> усердно, ревностно (ὑπηρετεῖν τινι Plat.).
|elrutext='''ἀρᾱρότως:'''<br /><b class="num">1)</b> плотно, крепко (ἀ. [[σύνδεσμα]] εἶχε Eur.);<br /><b class="num">2)</b> твердо, непреклонно (μένειν Aesch. - v. l. ἀραρότα);<br /><b class="num">3)</b> усердно, ревностно (ὑπηρετεῖν τινι Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἀρᾱρώς, perf. [[part]]. of [[ἀραρίσκω]]<br />compactly, [[closely]], [[strongly]], Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=[ἀρᾱρώς, perf. [[part]]. of [[ἀραρίσκω]]<br />compactly, [[closely]], [[strongly]], Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 11:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρᾱρότως Medium diacritics: ἀραρότως Low diacritics: αραρότως Capitals: ΑΡΑΡΟΤΩΣ
Transliteration A: ararótōs Transliteration B: ararotōs Transliteration C: ararotos Beta Code: a)raro/tws

English (LSJ)

[ᾰρ], (ἀραρίσκω)

   A compactly, closely, strongly, A.Supp.945, E.Med.1192, Pl.Phdr.240d, D.Chr.3.79, Iamb.Protr.12: Comp. ἀραρότερον (-ώτερον Dind.) Them.Or.22.270c.

German (Pape)

[Seite 344] angefügt, fest, μένειν Aesch. Suppl. 923; ὑπηρετεῖν Plat. Phaedr. 240 d; ἀραρότερον λέγειν, zusammenhängender sprechen, Themist.; u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρᾱρότως: ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ ἀραρίσκω, στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, προσηρμοσμένως, ἁρμοζόντως, ἀσφαλῶς· ὅθεν καὶ τὸ ἄραρεν, παγίως δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.

French (Bailly abrégé)

adv.
fermement, solidement.
Étymologie: ἀραρώς.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰρᾱ-]

• Morfología: [compar. ἀραρώτερον Them.Or.22.270c]
adv. sobre part. perf. de ἀραρίσκω
I concr. fija, firmemente μένειν A.Supp.945, Hero Aut.23.4, εἶχε E.Med.1192, πήξαντες Plb.3.46.1, ἵστησιν D.S.3.35.
II fig.
1 firmemente, con seguridad del conocer ἀ. γνωστόν Gal.8.637, cf. Basil.M.31.1588B, Dion.Ar.DN M.3.916B, εἰπεῖν Cyr.Al.M.70.269C, γενήσεται Eus.Is.46.10.
2 apropiadamente ἐπιμέμφεται Didym.M.39.661B.
3 complaciente, diligentemente ἀ. ὑπηρετεῖν Pl.Phdr.240d, ἀραρώτερον ἐπὶ τῶν φίλων λέγειν Them.Or.22.270b, τὸ προσταγὲν ἀ. ... συνετέλει LXX 3Ma.5.4, τηρεῖ D.Chr.3.79, cf. Iambl.Protr.12.

Greek Monolingual

ἀραρότως επίρρ. (Α)
1. στερεά, ισχυρά, στενά
2. όπως πρέπει, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) ἀρᾱρώς, του πρκμ. ἄρᾱρα του ρ. αραρίσκω].

Greek Monotonic

ἀρᾱρότως: επίρρ. του ἀρᾱρώς, μτχ. παρακ. του ἀραρίσκω, συμπαγώς, στέρεα, σφιχτά, δυνατά, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρᾱρότως:
1) плотно, крепко (ἀ. σύνδεσμα εἶχε Eur.);
2) твердо, непреклонно (μένειν Aesch. - v. l. ἀραρότα);
3) усердно, ревностно (ὑπηρετεῖν τινι Plat.).

Middle Liddell

[ἀρᾱρώς, perf. part. of ἀραρίσκω
compactly, closely, strongly, Aesch., Eur.