γυιόω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(1a)
m (Text replacement - "" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γυιόω''': ([[γυιός]]), [[κάμνω]] τινὰ χωλόν, γυιώσω ὑφ᾿ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Ἰλ. Θ. 402, πρβλ. 416· οὕτω, γυιωθείς, χωλὸς γενόμενος, χωλωθείς, Ἡσ. Θ. 858, πρβλ. Ἱππ. Ἄρθρ. 819· - ἐξασθενῶ, ἐλαττώνω, σμικρύνω, Ἱππ. Ὀξ. 394, κτλ.
|lstext='''γυιόω''': ([[γυιός]]), [[κάμνω]] τινὰ χωλόν, γυιώσω· ὑφ᾿ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Ἰλ. Θ. 402, πρβλ. 416· οὕτω, γυιωθείς, χωλὸς γενόμενος, χωλωθείς, Ἡσ. Θ. 858, πρβλ. Ἱππ. Ἄρθρ. 819· - ἐξασθενῶ, ἐλαττώνω, σμικρύνω, Ἱππ. Ὀξ. 394, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 17:42, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιόω Medium diacritics: γυιόω Low diacritics: γυιόω Capitals: ΓΥΙΟΩ
Transliteration A: gyióō Transliteration B: guioō Transliteration C: gyioo Beta Code: guio/w

English (LSJ)

(γυιός)

   A lame, γυιώσω . . ὑφ' ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Il.8.402, cf. 416; wound, Nic.Th.731; γυιωθείς lame, Hes.Th.858, cf. Hp. Art.52; weaken, reduce, Id.Acut.59; γ. βίης deprive of strength, Orph.Fr.135.

German (Pape)

[Seite 508] (γυιός), lähmen, Hom. zweimal, Iliad. 8, 402 γυιώσω μέν σφωιν ἳππους, 416 γυιώσειν μὲν σφῶιν ἵππους; Apollon. Lex. Homer. p. 55, 26; – γυιωθείς Hes. Th. 857; übh. schwächen, entkräften, Hippocr.; verwunden, Nic. Th. 731.

Greek (Liddell-Scott)

γυιόω: (γυιός), κάμνω τινὰ χωλόν, γυιώσω· ὑφ᾿ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Ἰλ. Θ. 402, πρβλ. 416· οὕτω, γυιωθείς, χωλὸς γενόμενος, χωλωθείς, Ἡσ. Θ. 858, πρβλ. Ἱππ. Ἄρθρ. 819· - ἐξασθενῶ, ἐλαττώνω, σμικρύνω, Ἱππ. Ὀξ. 394, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. γυιώσω;
rendre boiteux, estropier.
Étymologie: γυιός.

English (Autenrieth)

fut. γυιώσω: lame, Il. 8.402 and 416.

Spanish (DGE)

1 dejar cojo, lisiar ὠκέας ἵππους Il.8.402, 416
en v. med.-pas. quedar lisiado ἤριπε γυιωθείς (Tifón), Hes.Th.858, γυιοῦται ὁ μηρὸς καὶ ἡ κνήμη καὶ ὁ πούς Hp.Art.52, τὸν μὲν ... ἔδρακε γυιωθέντα Q.S.11.55.
2 herir, picar ὅντινα γυιώσῃ de una araña, Nic.Th.731.
3 debilitar los miembros (μέλι) γυιοῖ καὶ ἀκρωτήρια ψύχει Hp.Acut.59, cf. VM 9
c. gen. ὃν γυιώσῃ τε βίης al cual prive de su vigor ref. la castración, Orph.Fr.135.3.

Greek Monotonic

γυιόω: (γυιός), μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον χωλό, σε Ομήρ. Ιλ.· γυιωθείς, αυτός που έγινε κουτσός, χωλός, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

γυιόω: увечить, калечить (ἵππους Hom.): γυιωθείς Hes. тяжко пораженный, изувеченный.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιόω [γυιός] act. causat., met acc. lam maken, verminken, verlammen; pass.. ἤριπε γυιωθείς hij viel verminkt neer Hes. Th. 858. med. intrans. verzwakt raken, zwakker worden:. γυιοῦται ὁ μηρός het dijbeen verzwakt Hp. Art. 52.

Middle Liddell

γυιός
to lame, Il.; γυιωθείς lame, Hes.