ἐξαύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(1ab)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αύω]]<br />[[βγάζω]], ιδ. από την [[κατσαρόλα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αύω]]<br />[[θερμαίνω]].———————— <b>(III)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αὔω]]<br />[[ξεφωνίζω]], [[κραυγάζω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αύω]]<br />[[βγάζω]], ιδ. από την [[κατσαρόλα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αύω]]<br />[[θερμαίνω]].<br /><b>(III)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αὔω]]<br />[[ξεφωνίζω]], [[κραυγάζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαύω Medium diacritics: ἐξαύω Low diacritics: εξαύω Capitals: ΕΞΑΥΩ
Transliteration A: exaúō Transliteration B: exauō Transliteration C: eksayo Beta Code: e)cau/w

English (LSJ)

(A),

   A take out, esp. dressed meat (cf. ἐξαυστήρ), τὸν ἐγκέφαλον . . ἐξαύσας καταπίνει Pl.Com.38, cf. Hsch. ἐξαῦσαι· ἐξελεῖν.
ἐξαύω (B),

   A heat, aor. 1 Med., ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.24.
ἐξαύω (C),

   A cry out, ἐκ δ' ἤῡσ' ἐγώ S.Tr.565.

German (Pape)

[Seite 874] anzünden, braten, VLL., die ἐξαῦσαι auch durch ἐξελεῖν erkl. Vgl. Mein. Com. Gr. 2 p. 628.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαύω: κατὰ τὸν Εὐστάθ. (Ὀδ. 1547. 58) = ὀπτάω, «καὶ τὸ ὀπτῆσαι ἐξαῦσαι, ‘ὁ δὲ τὸν ἐγκέφαλόν τις ἐξαύσας καταπίνει’ (Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἑορταῖς 9)», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «ἐξαῦσαι· ἐξελεῖν», δηλ. κρέας ἐκ τῆς χύτρας διὰ τοῦ ἐξαυστῆρος. ΙΙ. = ὑφαύω, μέσον δ’ ἐξαύσατο βαυνὸν Ἐρατοσθ. ἐν τοῖς Α. Β. 6553.

French (Bailly abrégé)

1crier.
Étymologie: ἐξ, αὔω¹.
21 tirer de;
2 montrer le chemin à, τινι;
Étymologie: ἐξ, αὔω².

Greek Monolingual

(I)
ἐξαύω (Α) αύω
βγάζω, ιδ. από την κατσαρόλα.
(II)
ἐξαύω (Α) αύω
θερμαίνω.
(III)
ἐξαύω (Α) αὔω
ξεφωνίζω, κραυγάζω.

Greek Monotonic

ἐξαύω: μέλ. -σω, φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαύω: вскрикивать (ἐκ δ᾽ ἤυσ᾽ ἐγώ Soph.).

Middle Liddell

2 fut. σω
to heat.
3 fut. σω
to cry out, Soph.