ἤλυσις: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ilysis
|Transliteration C=ilysis
|Beta Code=h)/lusis
|Beta Code=h)/lusis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἔλευσις]] <b class="b2">step, gait</b>, βραδύπουν ἤ. προτιθεῖσα <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span> 67</span>; <b class="b3">πυκνὴν βαίνων ἤ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>844</span>; <b class="b3">πικρὰν διώκων ἤ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>1041</span>.</span>
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἔλευσις]] [[step]], [[gait]], βραδύπουν ἤ. προτιθεῖσα <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span> 67</span>; <b class="b3">πυκνὴν βαίνων ἤ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>844</span>; <b class="b3">πικρὰν διώκων ἤ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>1041</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:05, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤλῠσις Medium diacritics: ἤλυσις Low diacritics: ήλυσις Capitals: ΗΛΥΣΙΣ
Transliteration A: ḗlysis Transliteration B: ēlysis Transliteration C: ilysis Beta Code: h)/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = ἔλευσις step, gait, βραδύπουν ἤ. προτιθεῖσα E.Hec. 67; πυκνὴν βαίνων ἤ. Id.Ph.844; πικρὰν διώκων ἤ. Id.HF1041.

German (Pape)

[Seite 1164] ἡ, das Gehen, der Gang; σπεύσω βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῖσα Eur. Hec. 66; πυκνὴν δὲ βαίνων ἤλυσιν Phoen. 851.

Greek (Liddell-Scott)

ἤλῠσις: -εως, ἡ, = ἔλευσις, ὁδός, πορεία, βραδύπουν ἠλ. σπεύδειν Εὐρ. Ἑκ. 67· πυκνὴν βαίνειν ἤλ., ὁ αὐτ. Φοιν. 844· πικρὰν διώκων ἤλ. ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1041· - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 251, ἴδε Δινδ. - Πρβλ. Κόντον. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 147.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’aller, marche.
Étymologie: cf. ἤλυθον.

Greek Monolingual

ἤλυσις, ἡ (Α)
οδός, πορεία («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί έλευσις από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ελυθ-) του θ. ελευθ- (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ελεύθω «έρχομαι»). Η έκταση του αρχ. φωνήεντος (η-) πιθ. να οφείλεται σε επίδραση του ελ-ήλυθ-α ή σε σύνθετα του τύπου εν-ηλύσια, επ-ηλύσια (βλ. ηλύσιος)].

Greek Monotonic

ἤλῠσις: -εως, ἡ, = ἔλευσις, οδός, πορεία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἤλῠσις: εως ἡ хождение, движение: βραδύπους ἤλυσις ἄρθρων Eur. медленное передвижение (старческих) членов (Гекубы); πικρὰν ἤλυσιν διώκειν Eur. совершать мучительный путь.

Middle Liddell

ἤλῠσις, εως = ἔλευσις
a step, Eur.