καταμβλύνω: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(1ab) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katamvlyno | |Transliteration C=katamvlyno | ||
|Beta Code=katamblu/nw | |Beta Code=katamblu/nw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[blunt]], [[dull]], κατημβλύνθη κέντρον <span class="title">AP</span>5.219 (Agath.): metaph., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>688</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:52, 29 June 2020
English (LSJ)
A blunt, dull, κατημβλύνθη κέντρον AP5.219 (Agath.): metaph., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ S.OT688.
German (Pape)
[Seite 1363] abstumpfen; κατημβλύνθη κέντρον Agath. 15 (V, 220); übertr., κέαρ Soph. O. R. 688, Schol. ἐκλύω, ἄθυμον ποιῶ.
Greek (Liddell-Scott)
καταμβλύνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη κέντρον Ἀνθ. Π. 5. 220· μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.).
French (Bailly abrégé)
ao. Pass. κατημβλύνθην;
émousser.
Étymologie: κατά, ἀμβλύνω.
Greek Monolingual
καταμβλύνω (Α)
1. κάνω κάτι απολύτως αμβλύ ή ασθενές, στομώνω
2. μτφ. επιφέρω κατάπτωση τών δυνάμεων, προκαλώ αθυμία.
Greek Monotonic
καταμβλύνω: [ῡ], αμβλύνω ή εξασθενίζω, αποδυναμώνω, σε Σοφ.· Παθ. αορ. αʹ κατημβλύνθην, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καταμβλύνω: (ῡ) притуплять (κατημβλύνθη κέντρον Anth.): κ. τὸ κέαρ τινός Soph. унимать чей-л. гнев.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αμβλύνω stomp maken; overdr.: κ. κέαρ de woede verzachten Soph. OT 688.