ὑλώδης: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(1b) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ylodis | |Transliteration C=ylodis | ||
|Beta Code=u(lw/dhs | |Beta Code=u(lw/dhs | ||
|Definition=[ῡ]<b class="b3">, ες</b>. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ῡ]<b class="b3">, ες</b>. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[woody]], [[wooded]], νῆσος <span class="bibl">Th.4.8</span>,<span class="bibl">29</span>; πάγος S.<span class="title">Ichn.</span> 215; <b class="b3">ὄρος, λόφος</b>, <span class="bibl">Dicaearch.2.1</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>29</span>; ὁδοί <span class="bibl">Onos.6.7</span>: <b class="b3">τὰ ὑ</b>. <b class="b2">wooded ground</b>, opp. <b class="b3">τὰ ψιλά</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>5.7</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[turbid]], [[muddy]], ὕδωρ Dsc.5.81; <b class="b3">ποταμός, λίμναι, ῥεῖθρον</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>21</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sull.</span>20</span>, <span class="bibl"><span class="title">Brut.</span> 51</span>: metaph., βίος <span class="bibl">David <span class="title">Proll.</span>79.3</span>: cf. [[ὕλη]] IV. <span class="bibl">1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:05, 30 June 2020
English (LSJ)
[ῡ], ες.
A woody, wooded, νῆσος Th.4.8,29; πάγος S.Ichn. 215; ὄρος, λόφος, Dicaearch.2.1, Plu.Marc.29; ὁδοί Onos.6.7: τὰ ὑ. wooded ground, opp. τὰ ψιλά, X.Cyn.5.7. II turbid, muddy, ὕδωρ Dsc.5.81; ποταμός, λίμναι, ῥεῖθρον, Plu.Pyrrh.21, Sull.20, Brut. 51: metaph., βίος David Proll.79.3: cf. ὕλη IV. 1.
German (Pape)
[Seite 1177] ες, 1) holzig, waldig; Thuc. 4, 29; τόπος, Pol. 3, 18, 10. – 2) = ἰλυώδης, unrein, schlammig, s. Schaef. Greg. p. 555 u. vgl. ὑλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλώδης: -ες, (εἶδος) δασώδης, ὑπὸ δάσους κεκαλυμμένος, νῆσος Θουκ. 4. 8, 29· λόφος, ὄρος Πλούτ., κλπ.· τὰ ὑλώδη, τόποι δασώδεις, ὑπὸ δασῶν κεκαλυμμένοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ψιλά, Ξεν. Κυν. 5. 7. ΙΙ. θολός, πηλώδης, ὕδωρ, οἶνος Διοσκ. 5. 87· ποταμός, λίμνη, ῥεῖθρον Πλουτ. Πύρρ. 21, Σύλ. 20, Βροῦτ. 51. ἀλλ’ ἴδε ὕλη IV.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 boisé, couvert de forêts;
2 plein de lie, bourbeux.
Étymologie: ὕλη, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / ὑλώδης, -ῶδες, ΝΑ ύλη
ο καλυμμένος από δάσος, σύδενδρος, δασώδης («ὑλώδης τε καὶ ἀτριβὴς πᾱσα ὑπ' ἐρημίας ἦν», Θουκ.)
αρχ.
1. υλικός
2. ο γεμάτος ιλύ, πηλώδης, θολός («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», Πλούτ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑλώδη
τόποι καλυμμένοι από δάση.
Greek Monotonic
ὑλώδης: [ῦ], -ες (εἶδος),
I. δασωμένος, ξυλώδης, δασώδης, σε Θουκ.· τὰ ὑλώδη, δασώδεις περιοχές, σε Ξεν.
II. θολός, λασπώδης, λασπωμένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑλώδης: (ῡ)1) лесистый (νῆσος Thuc.; λόφος Plut.);
2) мутный, илистый (λίμνη Plut.).
Middle Liddell
ὑλ-ώδης, ες εἶδος
I. woody, wooded, Thuc.; τὰ ὑλώδη wooded ground, Xen.
II. turbid, muddy, Plut.