χιλιοστύς: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chiliostys
|Transliteration C=chiliostys
|Beta Code=xiliostu/s
|Beta Code=xiliostu/s
|Definition=ύος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">body of a thousand</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.3</span>, <span class="bibl">6.3.13.31</span>.</span>
|Definition=ύος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[body of a thousand]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.3</span>, <span class="bibl">6.3.13.31</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:15, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιοστύς Medium diacritics: χιλιοστύς Low diacritics: χιλιοστύς Capitals: ΧΙΛΙΟΣΤΥΣ
Transliteration A: chiliostýs Transliteration B: chiliostys Transliteration C: chiliostys Beta Code: xiliostu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ,

   A body of a thousand, X.Cyr.2.4.3, 6.3.13.31.

German (Pape)

[Seite 1356] ἡ, eine Zahl von Tausend, z. B. eine Abtheilung Soldaten, Xen. Cyr. 2, 4,3. 6, 3,31.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοστύς: -ύος, ἡ, σῶμα στρατιωτῶν ἐκ χιλίων, παραγγείλας τὴν πρώτην χιλιοστὺν ἕπεσθαι κατὰ χώραν Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 4, 3· τὴν χιλιοστὴν τῶν ἱππέων λαβὼν 6. 3, 13 καὶ 31.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
corps de mille hommes.
Étymologie: χίλιοι.

Greek Monolingual

και χιλιαστύς και χελληστύς, -ύος, ἡ, Α
1. τμήμα φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., του οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη
2. στρ. σώμα χιλίων στρατιωτών, χιλιαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό χίλιοι με επίθημα -οσ-τύς το οποίο έχει προέλθει από έναν συνδυασμό τών καταλ. -οστός και -τύς (πρβλ. μυριοσ-τύς). Ο ιων. τ. χιλιαστύς κατ' επίδραση του τ. χιλιάς, ενώ ο αιολ. τ. χελληστύς παραμένει δυσερμήνευτος ως προς τον σχηματισμό του επιθήματος].

Greek Monotonic

χῑλιοστύς: -ύος, ἡ (χίλιοι), σώμα χιλίων ανδρών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιοστύς: ύος ἡ тысячный отряд Xen.

Middle Liddell

χῑλιοστύς, ύος, ἡ, χίλιοι
a body of a thousand, Xen.