Παρνασός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "*" to "*")
(2a)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Παρνᾱσός,<br />[[Parnassus]], a [[mountain]] of [[Phocis]], Od.
|mdlsjtxt=Παρνᾱσός,<br />[[Parnassus]], a [[mountain]] of [[Phocis]], Od.
}}
{{FriskDe
|ftr='''Παρνασός''': {Parnās(s)ós}<br />'''Forms''': ep. ion. -ησ(σ)ός<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Gebirge in Phokis (Pi., Od., Hdt. usw.).<br />'''Etymology''' : Von der Angabe alter Gewährsmänner (St. Byz., ''EM''. Sch. A. R.) ausgehend, der ältere Name des Gebirges habe Λαρνασσός gelautet, will Kronasser Indogermanica 51 ff. in Πα- bzw. Λα- kleinasiat. (protohatt.) Präfixe sehen; darüber wie über das Element -αρν- stellt er ebenso weitgehende wie unsichere Betrachtungen an. Anders v. Blumenthal ZNF 13, 157: zu [[πρανής]]; abzulehnen.<br />'''Page''' 2,475
}}
}}

Revision as of 15:38, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Παρνᾱσός Medium diacritics: Παρνασός Low diacritics: Παρνασός Capitals: ΠΑΡΝΑΣΟΣ
Transliteration A: Parnasós Transliteration B: Parnasos Transliteration C: Parnasos Beta Code: *parnaso/s

English (LSJ)

Ion. Παρνησός, ὁ, Parnassus, Od.19.432, h.Ap.269, etc. : —also Παρνασσός, Th.3.95, Philod. Scarph.23 (prob.), Aristonous 1.41, Hdn. Gr.1.209 : Adj. Παρνάσιος [ᾱ], α, ον (also ος, ον E.IT 1244 (lyr.)), Parnassian, Pi.P.10.8, Limen.22, etc. : also Παρνήσσιος, IG22.1258.24 (iv B. C.); fem. Παρνᾱσιάς, άδος, Ion. Παρνησιάς E.

   A lon 86 (anap.) ; also Παρνασσίς, ίδος, Pae.Delph.4 ; Παρνησίς, A. Ch.563.

Greek (Liddell-Scott)

Παρνᾱσός: Ἰων. Παρνησός, ὁ, ὄρος τῆς Φωκίδος, Ὀδ. Τ. 432. Ὕμν. Ἀπόλλ. 269, κτλ.· μεταγεν. συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες ὅτι ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρὰ ἔγραφον Παρνασσός, τὸν δὲ τύπον τοῦ· τὸν εἰσήγαγον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰς τὸ κείμενον τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, ἀλλὰ περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Κόντος σημειοῦται τὰ ἑξῆς: «περὶ τοῦ ὀνόματος Παρνασσὸς παρατηροῦμεν ὅτι τῆς διὰ δύο ΣΣ ἐκφορᾶς αὐτοῦ μαρτύρια ὑπάρχουσι τὸ τοῦ Ἀρκαδίου (76, 24) «καὶ τὸ Παρνασσὸς δύο σσ ἔχον» καὶ τὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ «πρόκειται ἀπὸ κλίσεως διὰ τὸ μαζὸς μαζοῦ καὶ Παρνασσὸς Παρνασσοῦ· ἐνταῦθα γὰρ ἀπὸ τῆς εὐθείας ἐστὶ τὸ Ζ καὶ τὰ δύο ΣΣ»· ὁ Εύστάθιος λέγει «ἡ δὲ διὰ τῶν δύο ΣΣ γραφὴ τοῦ Παρνασσοῦ κατήργηται παρὰ τοῖς ὕστερον». Ἐν δὲ τῷ Παρίῳ Μαρμάρῳ κεῖται «Δευκαλίων παρὰ τὸν Παρνασσὸν ἐν Λυκωρείῳ ἐβασίλευσε». Πολλάκις ἐν ταῖς Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς ἀπαντᾷ τὸ ὄνομα Παρνάσσιος, Παρνασσίου. Ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφῇ Δηλίᾳ κατακεχωρισμένῃ ἐν τῷ Ἀθηναίῳ εὑρίσκεται «Διοφάντου τοῦ Παρνάσου Κηφισέως, ὅπερ εἶναι γενικὴ τοῦ προσώπου δηλωτικοῦ ὀνόματος Πάρνασος». Κόντου Γλωσσ. Παρατ. (ἐν τῷ Προλόγῳ) θ’, πρβλ. Meisterh.2 σ. 75. ― ἐπίθ., Παρνάσιος, α, ον, (ὡσαύτως ος, ον), Παρνάσιον κορυφὰν Εὐρ. Ι. Τ. 1244), ὁ ἐκ τοῦ Παρνασοῦ, Πινδ. Π. 10. 42, κτλ.· θηλ. παρνᾱσιάς, άδος, Ἰων. παρνησιὰς Εὐρ. Ἴων 86. ὡσαύτως παρνησίς, ίδος, Αἰσχύλ. Χο. 563.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
le Parnasse, mont de Phocide et de Locride.
Étymologie: DELG emprunt à un substrat, pê louvite.

Greek Monotonic

Παρνᾱσός: Ιων. Παρνησός, ὁ, ο Παρνασσός, βουνό της Φωκίδας, σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. Παρνάσιος, , -ον και -ος, -ον, Παρνασσικός, σε Πίνδ.· θηλ. Παρνᾱσιάς, -άδος, Ιων. Παρνησιάς, σε Ευρ.· επίσης, Παρνησίς, -ίδος, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: mountain chain in Phocis (Pi., Od., Hdt.).
Other forms: ep. Ion. -ησ(σ)ός.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Acc. to antique informants (St. Byz., EM. sch. A. R.) the older name of the mountain was Λαρνασσός. Kronasser Indogermanica 51 ff. wanted to see in Πα- resp. Λα- prefixes from Asia Minor (Hattian); on -αρν- quite uncertain considerations. Diff. v. Blumenthal ZNF 13, 157: to πρανής; to be rejected. - Clearly a Pre-Greek suffix; note σσ\/σ.

Middle Liddell

Παρνᾱσός,
Parnassus, a mountain of Phocis, Od.

Frisk Etymology German

Παρνασός: {Parnās(s)ós}
Forms: ep. ion. -ησ(σ)ός
Grammar: m.
Meaning: Gebirge in Phokis (Pi., Od., Hdt. usw.).
Etymology : Von der Angabe alter Gewährsmänner (St. Byz., EM. Sch. A. R.) ausgehend, der ältere Name des Gebirges habe Λαρνασσός gelautet, will Kronasser Indogermanica 51 ff. in Πα- bzw. Λα- kleinasiat. (protohatt.) Präfixe sehen; darüber wie über das Element -αρν- stellt er ebenso weitgehende wie unsichere Betrachtungen an. Anders v. Blumenthal ZNF 13, 157: zu πρανής; abzulehnen.
Page 2,475