μῖλαξ: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
mNo edit summary
(2a)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μῖλαξ]], ακος, [[attic]] for [[σμῖλαξ]].
|mdlsjtxt=[[μῖλαξ]], ακος, [[attic]] for [[σμῖλαξ]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''μῖλαξ''': 1. [[μῖλος]]<br />{mĩlaks}<br />'''Meaning''': [[Taxus]], [[Eibe]]<br />'''See also''': s. [[σμῖλαξ]].<br />'''Page''' 2,237<br />2.<br />{mĩlaks}<br />'''Meaning''': = [[μέλλαξ]] (Hermipp. Kom. 33).<br />'''Etymology''' : Mit 1. [[μῖλαξ]] als Metapher identisch? Baunack Phil. 70, 461 vermutet Kreuzung von [[μεῖραξ]] (gespr. μιρ-) und [[μέλλαξ]] (?).<br />'''Page''' 2,237
}}
}}

Revision as of 15:20, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῖλαξ Medium diacritics: μῖλαξ Low diacritics: μίλαξ Capitals: ΜΙΛΑΞ
Transliteration A: mîlax Transliteration B: milax Transliteration C: milaks Beta Code: mi=lac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ, Att. for σμῖλαξ IV.    II = μέλλαξ, Hermipp.33.

German (Pape)

[Seite 186] ακος, ἡ, = σμῖλαξ; στεφάνους μίλακος ἀνθεσφόρου, Eur. Bacch. 702; Schol. Ap. Rh. 1, 186.

Greek (Liddell-Scott)

μῖλαξ: -ᾰκος, ἡ, Ἀττ. ἀντὶ σμῖλαξ· ἴδε σμῖλαξ IV.

Greek Monolingual

(I)
μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)
(αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ.
(II)
μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία
ἔνιοι δὲ μέλλαξ
καὶ παρ' Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος
ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος, πιθ. παρεφθαρμένη, άγνωστης προέλευσης. Ο τ. φαίνεται ότι σημαίνει «νεαρός άνδρας» (πρβλ. μέλλαξ) και έχει προέλθει από συμφυρμό τών τ. μεῖραξ και μέλλαξ. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μεταφορική χρήση του τ. σμῖλαξ «είδος φυτού». Κατ' άλλους, τέλος, η λ. μπορεί να συνδεθεί με τον τ. μιλ(λ)ός «βραδύς, χαύνος» (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Μίλλαξ), άποψη ελάχιστα πιθανή, λόγω της σημασιολογικής απόστασης τών τύπων].

Russian (Dvoretsky)

μῖλαξ: ᾰκος ἡ Eur., Plat. = σμῖλαξ.

Frisk Etymological English

1 μῖλος Meaning: taxus, bindweed
See also: s. σμῖλαξ.
2
Grammatical information: ?
Meaning: ἡλικία ἔνιοι δε μέλλαξ καὶ παρ' ΏΕρμίππῳ ἑν Θεοῖς (fr. 33) ἀγνοήσας ΏΑρτεμίδωρος ἐκεῖ γὰρ μῖλάξ ἐστιν, δηλοῖ δε τὸν δημοτικόν. DELG adds that he gloss may be partly corrupt; he refers to μέλλαξ in H., i.e. μέλ[λ]ακες νεώτεροι [corr. to μελλ- by Salm.]
Etymology: -- Identical with 1. μῖλαξ as metaphor? (Frisk). Baunack Phil. 70, 461 supposes a cross of μεῖραξ (pronounced μιρ-) and μέλλαξ (?). See s. μέλλαξ.

Middle Liddell

μῖλαξ, ακος, attic for σμῖλαξ.

Frisk Etymology German

μῖλαξ: 1. μῖλος
{mĩlaks}
Meaning: Taxus, Eibe
See also: s. σμῖλαξ.
Page 2,237
2.
{mĩlaks}
Meaning: = μέλλαξ (Hermipp. Kom. 33).
Etymology : Mit 1. μῖλαξ als Metapher identisch? Baunack Phil. 70, 461 vermutet Kreuzung von μεῖραξ (gespr. μιρ-) und μέλλαξ (?).
Page 2,237