μαστροπός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μαστροπός''': ὁ, καὶ ἡ, (ἴδε ἐν λ. *μάω) [[προαγωγεύς]], [[προαγωγός]], ὁ γυναῖκας ἢ ἄνδρας προκαλῶν καὶ μαυλίζων, «[[μαυλιστής]], [[πορνοβοσκὸς]]» (Σουΐδ.), Λατιν. leno, lena, = [[προαγωγός]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 558, Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 22· καὶ μεταφορ. ἐν Ξεν. Συμπ. 4, 57 ἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μαστροπὰ ἔργα τελοῦντες = μαστροπικοί, Μανέθων 4, 306. ― Ὁ [[τύπος]] μαστρωπὸς [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, Piers. Verisim. σ. 101· ὁ Ἡσύχ. γράφει μαστροφός. ― Ὅρα τοὺς παραλλήλους θηλ. τύπους [[μαστροπίς]], [[μάστρυς]], ματρύλλη, [[ματρύλη]].
|lstext='''μαστροπός''': ὁ, καὶ ἡ, (ἴδε ἐν λ. *μάω) [[προαγωγεύς]], [[προαγωγός]], ὁ γυναῖκας ἢ ἄνδρας προκαλῶν καὶ μαυλίζων, «[[μαυλιστής]], [[πορνοβοσκὸς]]» (Σουΐδ.), Λατιν. leno, lena, = [[προαγωγός]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 558, Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 22· καὶ μεταφορ. ἐν Ξεν. Συμπ. 4, 57 ἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μαστροπὰ ἔργα τελοῦντες = μαστροπικοί, Μανέθων 4, 306. ― Ὁ [[τύπος]] μαστρωπὸς [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, Piers. Verisim. σ. 101· ὁ Ἡσύχ. γράφει μαστροφός. ― Ὅρα τοὺς παραλλήλους θηλ. τύπους [[μαστροπίς]], [[μάστρυς]], [[ματρύλλη]], [[ματρύλη]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m. f.<br />Meaning: [[procuress]]<br />Other forms: also <b class="b3">μαστροφός</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The usual connection with <b class="b3">μαίομαι</b> is clearly incorrect, as the variation points to a Pre-Greek word; Fur. 160 compares <b class="b3">μάτρυλλος</b>, <b class="b3">-α</b> [[pimp]], <b class="b3">ματρυλεῖον</b> [[brothel]], <b class="b3">μαστρυλλεῖον</b> and <b class="b3">μάστρυς</b> [[pimp]]; note the variation <b class="b3">σ</b>\/ zero.
|etymtx=Grammatical information: m. f.<br />Meaning: [[procuress]]<br />Other forms: also [[μαστροφός]] H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The usual connection with <b class="b3">[[μαίομαι]]</b> is clearly incorrect, as the variation points to a Pre-Greek word; Fur. 160 compares [[μάτρυλλος]]</b>, <b [[μάτρυλλα]] [[pimp]], [[ματρυλεῖον]] [[brothel]], [[μαστρυλλεῖον]] and [[μάστρυς]] [[pimp]]; note the variation <b class="b3">σ</b>\/ zero.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μαστροπός]], [[μαστήρ]]<br />a pandar, Lat. [[leno]], [[lena]], Ar.; metaph., Xen.
|mdlsjtxt=[[μαστροπός]], [[μαστήρ]]<br />a [[pandar]], Lat. [[leno]], [[lena]], Ar.; metaph., Xen.
}}
}}

Revision as of 20:26, 3 August 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροπός Medium diacritics: μαστροπός Low diacritics: μαστροπός Capitals: ΜΑΣΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: mastropós Transliteration B: mastropos Transliteration C: mastropos Beta Code: mastropo/s

English (LSJ)

ὁ and ἡ,

   A pimp, bully, dalaal, fishmonger, fleshmonger, hoon, hustler, mack, mack daddy, nookie-bookie, pimp, procurer, procuress, pussymonger, souteneur, whoreman, whoremaster, whoremonger, Ar.Th.558, Diph.43.22 (both fem.), Luc.Symp.32 (masc.): metaph., X.Smp.4.57 (masc.), Luc.Am.16 (fem.).    II as Adj., μάστροπα ἔργα τελοῦντες, = μαστροπικοί, Man.4.306.

Greek (Liddell-Scott)

μαστροπός: ὁ, καὶ ἡ, (ἴδε ἐν λ. *μάω) προαγωγεύς, προαγωγός, ὁ γυναῖκας ἢ ἄνδρας προκαλῶν καὶ μαυλίζων, «μαυλιστής, πορνοβοσκὸς» (Σουΐδ.), Λατιν. leno, lena, = προαγωγός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 558, Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 22· καὶ μεταφορ. ἐν Ξεν. Συμπ. 4, 57 ἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μαστροπὰ ἔργα τελοῦντες = μαστροπικοί, Μανέθων 4, 306. ― Ὁ τύπος μαστρωπὸς εἶναι ἡμαρτημένος, Piers. Verisim. σ. 101· ὁ Ἡσύχ. γράφει μαστροφός. ― Ὅρα τοὺς παραλλήλους θηλ. τύπους μαστροπίς, μάστρυς, ματρύλλη, ματρύλη.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui excite à la débauche, débauché.
Étymologie: DELG μαίομαι + .

Greek Monolingual

ο και η (Α μαστροπός)
αυτός που προμηθεύει σε άλλους γυναίκες για ανήθικους σκοπούς, που σπρώχνει γυναίκες στην πορνεία, προαγωγός, ρουφιάνος, εκμαυλιστής («ἀλλ' οὐ μαστροπὸς ἐγὼ τῆς ἐμαυτοῦ γυναικός», Λουκιαν.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που γοητεύει, που παρασύρει κάποιον («εὑρέθη δὲ τόλμα τῆς ἐπιθυμίας μαστροπός», Λουκιαν.)
2. ως επίθ. μαστροπός, -όν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προαγωγό («μαστροπὰ ἔργα», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. της οποίας α' συνθετικό είναι η λ. μαστρός «οικονομικός υπάλληλος», ενώ το β' συνθετικό δεν είναι εξακριβωμένο. Κατά μία άποψη, πολύ λίγο πιθανή, πρόκειται για το ρ. ἕπω, ενώ θα πρέπει να αποκλειστεί το θ. του ὄψομαι, του οποίου τα σύνθετα σχηματίζονται σε -ωπός. Η άποψη, τέλος, ότι πρόκειται για ένα επίθημα της καθομιλουμένης -πος είναι επίσης ελάχιστα πιθανή].

Greek Monotonic

μαστροπός: ὁ και ἡ (μαστήρ), μαστροπός, αυτός που ωθεί στην πορνεία για να αποκομίσει οφέλη, Λατ. leno, lena, σε Αριστοφ.· μεταφ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μαστροπός: ὁ и ἡ сводник, совратитель Arph., Xen.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: procuress
Other forms: also μαστροφός H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The usual connection with μαίομαι is clearly incorrect, as the variation points to a Pre-Greek word; Fur. 160 compares μάτρυλλος, <b μάτρυλλα pimp, ματρυλεῖον brothel, μαστρυλλεῖον and μάστρυς pimp; note the variation σ\/ zero.

Middle Liddell

μαστροπός, μαστήρ
a pandar, Lat. leno, lena, Ar.; metaph., Xen.