εὐπερίσπαστος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(c1) |
(cc1) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士< | |sngr='''原文音譯''':eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':好-周圍-站的<br />'''字義溯源''':容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由([[εὖ]] / [[εὖγε]])=好)與([[περί]] / [[περαιτέρω]])=周圍)及([[ἵστημι]])*=站)組成;其中 ([[εὖ]] / [[εὖγε]])出自([[εὐρύχωρος]])X*=善),而 ([[περί]] / [[περαιτέρω]])出自([[πέραν]])=那邊), ([[πέραν]])又出自([[πειράω]])X*=穿過)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 容易纏累的(1) 來12:1 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 3 October 2019
English (LSJ)
ον,
A easy to pull away, X.Cyn.2.7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.
Greek Monolingual
εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].
Greek Monotonic
εὐπερίσπαστος: -ον (περισπάω), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐ-περίσπαστος, ον περισπάω
easy to pull away, Xen.
Chinese
原文音譯:eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-周圍-站的
字義溯源:容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由(εὖ / εὖγε)=好)與(περί / περαιτέρω)=周圍)及(ἵστημι)*=站)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 容易纏累的(1) 來12:1