ἀνατάσσομαι: Difference between revisions
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
(cc1) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=parcourir en ordre, réciter, raconter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τάσσω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατάσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι, μέσ., ἐκ νέου διεξέρχομαί τι κατὰ σειράν, [[ἐπαναλαμβάνω]]: ― ἀναταττόμενος τὰ μαθήματα καὶ μελετῶν Πλούτ. 2. 968C. ― [[συντάσσω]], ἀνατάξασθαι διήγησιν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ἐν ἀρχῇ· πρὸς δὲ καὶ κατ’ ἐνεργ. φων.: ― Λουκᾶς ὁ τὸ ἱερὸν ἀνατάξας Εὐαγγέλιον Θεόδ. Στουδ. σ. 34D. | |lstext='''ἀνατάσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι, μέσ., ἐκ νέου διεξέρχομαί τι κατὰ σειράν, [[ἐπαναλαμβάνω]]: ― ἀναταττόμενος τὰ μαθήματα καὶ μελετῶν Πλούτ. 2. 968C. ― [[συντάσσω]], ἀνατάξασθαι διήγησιν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ἐν ἀρχῇ· πρὸς δὲ καὶ κατ’ ἐνεργ. φων.: ― Λουκᾶς ὁ τὸ ἱερὸν ἀνατάξας Εὐαγγέλιον Θεόδ. Στουδ. σ. 34D. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 12:10, 2 October 2022
French (Bailly abrégé)
parcourir en ordre, réciter, raconter.
Étymologie: ἀνά, τάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, μέσ., ἐκ νέου διεξέρχομαί τι κατὰ σειράν, ἐπαναλαμβάνω: ― ἀναταττόμενος τὰ μαθήματα καὶ μελετῶν Πλούτ. 2. 968C. ― συντάσσω, ἀνατάξασθαι διήγησιν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ἐν ἀρχῇ· πρὸς δὲ καὶ κατ’ ἐνεργ. φων.: ― Λουκᾶς ὁ τὸ ἱερὸν ἀνατάξας Εὐαγγέλιον Θεόδ. Στουδ. σ. 34D.
English (Strong)
from ἀνά and the middle voice of τάσσω; to arrange: set in order.
English (Thayer)
(1st aorist middle infinitive ἀνατάξασθαι); (middle of ἀνατάσσω) to put together in order, arrange, compose: διήγησιν, R. V. draw up) a narrative that the sequence of events may be evident. Found besides only in Plutarch, de sollert. anim. c. 12, where it denotes to go regularly through a thing again, rehearse it; (in Ald., and in ecclesiastical writings e. g. Irenaeus 3,21, 2at the end)).
Russian (Dvoretsky)
ἀνατάσσομαι: атт. ἀνατάττομαι перечислять, повторять (μαθήματα Plut.); пересказывать (διήγησιν NT).
Chinese
原文音譯:¢nat£ssomai 安那-他所買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向上-規定
字義溯源:處理,循序陳述,編列,草擬,作書;由(ἀνά)*=上,回復)與(τάσσω)*=處理,安排)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 作書(1) 路1:1