следовать: Difference between revisions
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συναπάγω]], [[στοιχέω]], [[μετακιάθω]], [[ἐξακολουθέω]], [[συνέπομαι]], [[συνακολουθέω]], [[παρακολουθέω]], [[μέτειμι]], [[ἐφομαρτέω]], [[συμπεριφέρω]], [[ἀνηγέομαι]], [[ἀναγέομαι]], [[συμβαίνω]], [[συνεξακολουθέω]], [[καταδιώκω | |rueltext=[[ἱκνέομαι]], [[σημαίνω]], [[ἔπειμι]], [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιγίγνομαι]], [[συγκαθίημι]], [[ἐπιφέρω]], [[ἕπομαι]], [[ἐφέπω]], [[συναπάγω]], [[στοιχέω]], [[μετακιάθω]], [[ἐξακολουθέω]], [[συνέπομαι]], [[συνακολουθέω]], [[παρακολουθέω]], [[μέτειμι]], [[ἐφομαρτέω]], [[συμπεριφέρω]], [[ἀνηγέομαι]], [[ἀναγέομαι]], [[συμβαίνω]], [[συνεξακολουθέω]], [[καταδιώκω]], [[ἐπιγίνομαι]], [[ἀκολουθέω]], [[κατακολουθέω]], [[ἐπακολουθέω]], [[μεθέπω]], [[στιχάομαι]], [[παρέπομαι]], [[διακολουθέω]], [[συμπαρακολουθέω]], [[συνομαρτέω]], [[ὀπαδέω]], [[ὀπηδέω]], [[μετασεύομαι]], [[μετασσεύομαι]], [[μετέρχομαι]], [[ἐπακολουθέω]], [[ἐπέρχομαι]], [[βιβάω]], [[συνακολουθέω]], [[ὁμαρτέω]], [[κρατέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 15 October 2019
Russian > Greek
ἱκνέομαι, σημαίνω, ἔπειμι, ἐπιβάλλω, ἐπιγίγνομαι, συγκαθίημι, ἐπιφέρω, ἕπομαι, ἐφέπω, συναπάγω, στοιχέω, μετακιάθω, ἐξακολουθέω, συνέπομαι, συνακολουθέω, παρακολουθέω, μέτειμι, ἐφομαρτέω, συμπεριφέρω, ἀνηγέομαι, ἀναγέομαι, συμβαίνω, συνεξακολουθέω, καταδιώκω, ἐπιγίνομαι, ἀκολουθέω, κατακολουθέω, ἐπακολουθέω, μεθέπω, στιχάομαι, παρέπομαι, διακολουθέω, συμπαρακολουθέω, συνομαρτέω, ὀπαδέω, ὀπηδέω, μετασεύομαι, μετασσεύομαι, μετέρχομαι, ἐπακολουθέω, ἐπέρχομαι, βιβάω, συνακολουθέω, ὁμαρτέω, κρατέω