ударять: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(7)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἐπικρούω]], [[θείνω]], [[φλάω]], [[ἐπιπλήσσω]], [[ἐπιπλήττω]], [[ἱμάσσω]], [[ἀράσσω]], [[ἀράττω]], [[περιρραπίζω]], [[ἀμφιπατάσσω]], [[καθικνέομαι]], [[ἐγκρούω]], [[ἐπιρράσσω]], [[ἐπιρράττω]], [[κομπέω]], [[νύσσω]], [[νύττω]], [[στυφελίζω]], [[κλύζω]], [[κατακόπτω]], [[κροτέω]], [[πταίω]], [[κρούω]], [[ἐπικτυπέω]], [[ἐπωθέω]], [[κόπτω]], [[ῥαπίζω]], [[κατασκήπτω]], [[πατάσσω]], [[προσουδίζω]], [[ἐγκροτέω]], [[συγκροτέω]], [[ἐγχραύω]], [[προεμβάλλω]], [[προτύπτω]], [[προσκόπτω]], [[συγκρούω]], [[συμπαταγέω]], [[προσαράσσω]], [[προσαράττω]], [[ῥήσσω]], [[ῥήττω]], [[πλήσσω]], [[πλήττω]]
|rueltext=[[ἐφικνέομαι]], [[ἐπικρούω]], [[θείνω]], [[φλάω]], [[ἐπιπλήσσω]], [[ἐπιπλήττω]], [[ἱμάσσω]], [[ἀράσσω]], [[ἀράττω]], [[περιρραπίζω]], [[ἀμφιπατάσσω]], [[καθικνέομαι]], [[ἐγκρούω]], [[ἐπιρράσσω]], [[ἐπιρράττω]], [[κομπέω]], [[νύσσω]], [[νύττω]], [[στυφελίζω]], [[κλύζω]], [[κατακόπτω]], [[κροτέω]], [[πταίω]], [[κρούω]], [[ἐπικτυπέω]], [[ἐπωθέω]], [[κόπτω]], [[ῥαπίζω]], [[κατασκήπτω]], [[πατάσσω]], [[προσουδίζω]], [[ἐγκροτέω]], [[συγκροτέω]], [[ἐγχραύω]], [[προεμβάλλω]], [[προτύπτω]], [[προσκόπτω]], [[συγκρούω]], [[συμπαταγέω]], [[προσαράσσω]], [[προσαράττω]], [[ῥήσσω]], [[ῥήττω]], [[πλήσσω]], [[πλήττω]], [[βάλλω]]
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 15 October 2019