извергать: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀναρριπτέω]], [[ἀναρρίπτω]], [[ἀναπνέω]], [[ἀμπνέω]], [[ἀναπνείω]], [[ἀμπνείω]], [[συνεκφέρω]], [[προσαναβάλλω]], [[ἀναφυσάω]], [[ἐκπνέω]], [[ἐκπνείω]], [[ἀποπνέω]], [[ἀποπνείω | |rueltext=[[ἀναφέρω]], [[ἀνάγω]], [[ἀναρριπτέω]], [[ἀναρρίπτω]], [[ἀναπνέω]], [[ἀμπνέω]], [[ἀναπνείω]], [[ἀμπνείω]], [[συνεκφέρω]], [[προσαναβάλλω]], [[ἀναφυσάω]], [[ἐκπνέω]], [[ἐκπνείω]], [[ἀποπνέω]], [[ἀποπνείω]], [[ἀμφέρω]], [[ἀναπτύω]], [[ἀποπτύω]], [[ἀποσεύω]], [[ἀποσσεύω]], [[ἀποπυτίζω]], [[ἐμέω]], [[ἐξαγίζω]], [[ἀναρραίνω]], [[ἀπεμέω]], [[κατεμέω]], [[πρήθω]], [[συνεκδίδωμι]], [[πτύω]], [[παρορίζω]], [[ἀναδίδωμι]], [[ἀνδίδωμι]], [[βάλλω]], [[ῥίπτω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀναφέρω, ἀνάγω, ἀναρριπτέω, ἀναρρίπτω, ἀναπνέω, ἀμπνέω, ἀναπνείω, ἀμπνείω, συνεκφέρω, προσαναβάλλω, ἀναφυσάω, ἐκπνέω, ἐκπνείω, ἀποπνέω, ἀποπνείω, ἀμφέρω, ἀναπτύω, ἀποπτύω, ἀποσεύω, ἀποσσεύω, ἀποπυτίζω, ἐμέω, ἐξαγίζω, ἀναρραίνω, ἀπεμέω, κατεμέω, πρήθω, συνεκδίδωμι, πτύω, παρορίζω, ἀναδίδωμι, ἀνδίδωμι, βάλλω, ῥίπτω