ἀμπνέω
From LSJ
English (Slater)
ἀμπνέω
a breathe out, upwards, met. ἦν ὅτι νιν (= Τροίαν) πεπρωμένον λαβρὸν ἀμπνεῦσαι καπνόν (O. 8.36) ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ Δ. 2. 15.
b abs., take breath, a breathing space ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν (ἐπιλαμβάνεται ἑαυτοῦ ὁ Πίνδαρος. Σ.) (N. 8.19)
c abs., breathe, have life ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα (N. 7.5)
German (Pape)
p. für ἀναπνέω.