чрезвычайно: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(8) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὑπερπερίσσως]] | |rueltext=[[ὑπερπερίσσως]] ;; [[ἄμοτον]] ;; [[δαιμονίως]] ;; [[ἐκπρεπῶς]] ;; [[μέγιστον]] ;; [[μεγάλως]] ;; [[περιώσιον]] ;; [[ἄγαν]] ;; [[μυρίῳ]] ;; [[ἄκρως]] ;; [[διαφερόντως]] ;; [[ἄσπετον]] ;; [[ἐκνομίως]] ;; [[ἐκτόπως]] ;; [[ῥυδόν]] ;; [[λίαν]] ;; [[λίην]] ;; [[πέρι]] ;; [[περίαλλα]] ;; [[ἰσχυρῶς]] ;; [[ὑπερβαλλόντως]] ;; [[αἰνῶς]] ;; [[ἐκπάγλως]] ;; [[περισσῶς]] ;; [[περιττῶς]] ;; [[ὑπερλίαν]] ;; [[ὑπερφυῶς]] ;; [[δαιμόνια]] ;; [[ὑπερφιάλως]] ;; [[ὑπεράγαν]] ;; [[μεγαλωστί]] ;; [[ἀκριβῶς]] ;; [[δεινῶς]] ;; [[πέρα]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 18 October 2019
Russian > Greek
ὑπερπερίσσως ;; ἄμοτον ;; δαιμονίως ;; ἐκπρεπῶς ;; μέγιστον ;; μεγάλως ;; περιώσιον ;; ἄγαν ;; μυρίῳ ;; ἄκρως ;; διαφερόντως ;; ἄσπετον ;; ἐκνομίως ;; ἐκτόπως ;; ῥυδόν ;; λίαν ;; λίην ;; πέρι ;; περίαλλα ;; ἰσχυρῶς ;; ὑπερβαλλόντως ;; αἰνῶς ;; ἐκπάγλως ;; περισσῶς ;; περιττῶς ;; ὑπερλίαν ;; ὑπερφυῶς ;; δαιμόνια ;; ὑπερφιάλως ;; ὑπεράγαν ;; μεγαλωστί ;; ἀκριβῶς ;; δεινῶς ;; πέρα