διάπηγμα: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diapigma | |Transliteration C=diapigma | ||
|Beta Code=dia/phgma | |Beta Code=dia/phgma | ||
|Definition=ατος, τό, (διαπήγνυμι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, (διαπήγνυμι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[cross-bar]], <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>54.19</span>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>83.8</span>, <span class="bibl"><span class="title">Dioptr.</span>34</span>, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.7.1</span>; [[partition]], <span class="bibl">Hero <span class="title">Aut.</span>11.9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:51, 1 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό, (διαπήγνυμι)
A cross-bar, Ph. Bel.54.19, Hero Bel.83.8, Dioptr.34, Heliod. ap. Orib.49.7.1; partition, Hero Aut.11.9.
Greek (Liddell-Scott)
διάπηγμα: τό, (διαπήγνυμι) σταυροειδῶς ἐπικειμένη δοκός, Φίλων καὶ Ἥρων ἐν Μαθ. Ἀρχ. σ. 74, 254· ὑποκορ. διαπηγμάτιον, τό, Φίλων αὐτόθι σ. 64.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I mec.
1 entramado, armazón διάπηγμα κατασκευάζεται ἐκ τεσσάρων κανόνων συνεστηκός Hero Bel.100.8.
2 travesaño, barra transversal Hero Bel.82.6, 83.7, 99.8, Dioptr.34, Heliod. en Orib.49.8.1, Sor.51.25, Ph.Bel.54.19
•pieza transversal Hero Aut.11.9.
II en ornamentación reborde, ribete Aq.4Re.16.17.
Greek Monolingual
το (Α διάπηγμα) διαπηγνύω
1. στοιχείο σύνδεσης δύο τμημάτων για την ενίσχυση της αντοχής τους ή τη διατήρηση σταθερής απόστασης μεταξύ τους (π.χ. τα σασί τών οχημάτων)
2. κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συνδέει σταυρωτά άλλα κομμάτια (αμφιδέτης, τραβέρσα)
3. ζεύγος ξύλων για τη σύνδεση του θωρακίου, τρέσες
4. μεταλλικοί ράβδοι για ενίσχυση τών ατμολεβήτων (τιράντες)
αρχ.
1. εγκάρσιο ξύλο ή δοκάρι
2. χώρισμα.