καταχειροτονία: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katacheirotonia | |Transliteration C=katacheirotonia | ||
|Beta Code=kataxeirotoni/a | |Beta Code=kataxeirotoni/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[condemnation]], esp. | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[condemnation]], esp. [[by show of hands]], καταχειροτονίαν ὁ δῆμος ἐποιήσατο <span class="bibl">D.21.6</span>, cf. <span class="bibl">Aeschin.3.52</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>59.2</span> (pl.), Harp., <span class="title">EM</span>481.46.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:50, 30 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A condemnation, esp. by show of hands, καταχειροτονίαν ὁ δῆμος ἐποιήσατο D.21.6, cf. Aeschin.3.52, Arist.Ath.59.2 (pl.), Harp., EM481.46.
Greek (Liddell-Scott)
καταχειροτονία: ἡ, καταδίκη (ἰδίᾳ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν) ὑπὸ τοῦ δήμου, ἵνα ὁ ἔνοχος εἰσαχθῇ εἰς τὸ δικαστήριον, καταχειροτονίαν ὁ δῆμος ἐποιήσατο, κατεχειροτόνησε, Δημ. 516. 8, (ἀντίθ. ἀποχειροτονία)· «ἐγίνετο δὲ ὧδε· ὁ κήρυξ ἔλεγε π.χ. ὅτῳ Μειδίας δοκεῖ ἀδικεῖν, ἀράτω τὴν χεῖρα· καὶ εἶτα οἱ θέλοντες ἐξέτεινον τὰς χεῖρας (καταχειροτονία)· εἶτα πάλιν τὸ δεύτερον ὁ αὐτὸς κήρυξ ἔλεγεν· ὅτῳ μὴ δοκεῖν ἀδικεῖν Μ., ἀράτω τὴν χεῖρα· εἶται ἠρίθμει πάσας τὰς χεῖρας ὁ κήρυξ τῶν τε προτέρων καὶ καταχειροτονούντων τῶν τε ὑστέρων καὶ ἀποχειροτονούντων, καὶ ὅσων ἂν ἦσαν πλείους, ἐκείνων καὶ ἡ γνώμη ἐκράτει» Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἀξίοχ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 86. 16, ἔκδ. Blass.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
condamnation par vote à main levée.
Étymologie: καταχειροτονέω.
Greek Monolingual
καταχειροτονία, ἡ (Α) καταχειροτονώ
1. προεισαγωγική διαδικασία με την οποία η εκκλησία του δήμου με ανάταση τών χεριών έδινε την άδεια παραπομπής ενός ενόχου σε δίκη
2. η με ανάταση τών χειρών καταδίκη από την εκκλησία του δήμου.
Greek Monotonic
καταχειροτονία: ἡ, ψήφος καταδίκης, καταψήφιση, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
καταχειροτονία: ἡ осуждение поднятием рук (καταχειροτονίαν ποιεῖσθαι Dem.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταχειροτονία -ας, ἡ [καταχειροτονέω] veroordeling.
Middle Liddell
καταχειροτονία, ἡ, [from καταχειροτονέω
a vote of condemnation, Dem.