λοιμώδης: Difference between revisions
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λοιμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[plague]], [[pestilential]], ἡ λ. [[νόσος]] the [[plague]], Thuc. | |mdlsjtxt=λοιμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[plague]], [[pestilential]], ἡ λ. [[νόσος]] the [[plague]], Thuc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[infectious]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:17, 4 July 2020
English (LSJ)
ες,
A pestilential, λ. νόσος plague, Hp.Acut.5, Th.1.23, Ph.1.408, al.; ἔτος λ. Arist.Pr.862a5.
Greek (Liddell-Scott)
λοιμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λοιμόν, ὀλέθριος, ἡ λ. νόσος, ὁ λοιμός, ἡ πανώλης, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 840F, Θουκ. 1. 23· ἔτος λ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 21.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
pestilentiel, contagieux.
Étymologie: λοιμός, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (AM λοιμώδης, -ώδες) λοιμός
(για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, θανατηφόρος («βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. «λοιμώδης νόσος» — νόσος που μεταδίδεται με μικροοργανισμούς, εμφανίζει συνήθως οξεία εξέλιξη και μεταβάλλει σε πηγή μόλυνσης τον πάσχοντα, από τον οποίο μπορεί να μεταδοθεί και να προσβληθεί ομαδικά και απότομα μεγάλος αριθμός άλλων ατόμων
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μπορεί να προκαλέσει λοιμό, μεταδοτικός, μολυσματικός.
Greek Monotonic
λοιμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με το λοιμό, ολέθριος, ἡ λοιμώδης νόσος, λοιμός, πανούκλα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
λοιμώδης: чумный (νόσος Thuc.; ἔτος Arst.).
Middle Liddell
λοιμ-ώδης, ες εἶδος
like plague, pestilential, ἡ λ. νόσος the plague, Thuc.